-
21 добрый
добр||ыйприл καλός, ἀγαθός:\добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης. -
22 дошкольник
дошкольн||икм τό παιδί[ον] προσχολικής ἡλικίας. -
23 дурной
дурн||о́йприл1. κακός, χημος:\дурнойо́й вкус τό κακό γούστο· эй запах ἡ κακοσμία, ἡ ἀποφορά· \дурнойо́й рактер ὁ κακός χαρακτήρας· \дурнойой призы τό ἄσχημο σημάδι· \дурнойые привычки κακές συνήθειες· \дурнойая слава ἡ κακή μη· \дурнойой мальчишка τό παληόπαιδο, ἀνάγωγο παιδί· истолковать в \дурнойу́ю эрону παρεξηγώ· быть на \дурнойо́м счету ἐχουν σέ κακό μάτι·2. (некрасивый) χημος:она не дурна εἶναι νοστι-δλα. -
24 заброшенный
заброшенн||ый1. прич. от забросить·2. прил ἐγκατα(λε)λειμμένος, παρατημένος, παραμελημένος:\заброшенныйый сад ἐγκαταλειμμένος κήπος, \заброшенный||ый ребенок τό παρατημένο παιδί. -
25 закрывать
закрыватьнесов1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):\закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:\закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:\закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:\закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα. -
26 закутать
закутатьсов, закутывать несов τυλίγω, κουκουλώνω, σκεπάζω:\закутать ребенка в одеяло κουκουλώνω τό παιδί μέ τήν κουβέρχα· \закутать шею шарфом τυλίγω τό λαιμό μου μέ κασκόλ. -
27 зеленый
зелен||ыйприл πράσινος:\зеленый виноград οἱ ἀγουρίδες· \зеленыйые насаждения ὁ£ δενδρο-ψυτείες, οἱ φυτείες πρασίνου· \зеленый горо́шек τό μπιζέλι· ◊ \зеленыйая у́лица ж.-д. ὁ δρόμος, εἶναι ἀνοιχτός· \зеленый юие́ц ἄμαθο παιδί. -
28 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
29 избалованный
избалов||анный1. прич. от избаловать·2. прил παραχαϊδεμένος, κακομαθημένος:\избалованныйанный ребенок τό κακομαθημένο (или παραχαϊδεμένο) παιδί. -
30 исполниться
исполнить||ся1. (осуществляться) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι·2. безл (о летах) συμπληρώνομαι, κλείνω:мальчику исполняется десять лет τό παιδί κλείνει τά δέκα χρόνια·3. (проникаться, наполняться) γεμίζω (άμ£τ.), πληρώνομαι:\исполнитьсяся любовью к кому́-л. εἶμαι γεμάτος ἀγάπη γιά κάποιον. -
31 колыбель
колыбел||ьж ἡ κοιτίς, ἡ κούνια· ◊ с \колыбельи ἀπό μωρό παιδί. -
32 малое
мал||оес τό λίγο:без \малоеого... σχεδόν, περίπου...· самое \малоеое τό ὁλιγώτερο· довольствоваться \малоеым εἶμαι ὁλιγαρκής· ◊ с \малоеых лет ἀπό τά μικρά μου χρόνια, ἀπό τά μικράτα μου· мал, да удал погов. μικρός, ἀλλά θαυματουργός· от \малоеа до велика μικροί καί μεγάλοι, ὀλοι χωρίς ἐξαίρεση· мал \малоеа меньше разг ὁ ἔνας πιό μικρός ἀπ' τόν ἀλλο.малый IIм разг τό ἀγόρι, τό παιδί, τό παλληκάρι:славный \малое ὁ λεβέντης·, он \малое не промах εἶναι διαβόλου κάλτσα. -
33 мальчик
мальчикм τό ἀγόρι, τό ἀγοράκι, τό παιδάκι· ◊ \мальчик на побегу́шках уст. παιδί γιά τά θελήματα· \мальчик с пальчик (в сказке) ὁ κοντορεβιθούλης. -
34 мальчишка
мальч||ишкам разг τό παληόπαιδο, ὁ μόρτης:у́личный \мальчишкаишка παιδί τοῦ δρόμου, ὁ ἀγοιόπαις. -
35 озорник
озор||ни́км1. (шалун) τό ζιζάνιο, τό ἄτακτο παιδί, ὁ σκανταλιάρης·2. (буян) разг ὁ καυγατζής. -
36 озорной
озор||нойприл разг1. (шаловливый) ἀτακτος, σκανταλιάρικος:\озорнойной мальчишка τό ζιζάνιο, τό ἄτακτο παιδί· \озорнойиы́е глаза τά τσαχπίνικα μάτια·2. (буйный) καυ-Υατζίδικος. -
37 останавливать
останавливатьнесов1. (движение и т. п.) σταματώ / διακόπτω (прерывать):\останавливать поезд σταματώ τό τραίνο·2. (задерживать, удерживать) συγκρατώ, ἀναχαιτίζω, σταματώ:\останавливать шалуна́ συγκρατώ τό ἄτακτο παιδί·3. (сосредоточивать):\останавливать виима́ние на чем-л. ἐφελκύω τήν προσοχή πάνω σέ κάτι· \останавливать взор на ком-л., на чем-л. προσηλώνω τό βλέμμα· \останавливать свой выбор διαλέγω· ◊ \останавливать кровь σταματώ τό αίμα \останавливаться1. στέκομαι, σταματώ·2. (в гостинице и т. ἡ.) (δια)μένω·3. (удерживаться) σταματώ, συγκρατοῦμαι· не \останавливаться перед тру́дностями δέν σταματώ μπροστά στις δυσκολίες· ни перед чем не \останавливаться δέν σταματώ μπροστά σέ τίποτε·4. (сосредоточиваться, задерживаться на чем-л.) στέκομαι:\останавливаться на чем-л. στέκομαι πάνω σέ κάποιο ζήτημα -
38 парень
пареньм ὁ νέος, τό παλληκάρι:рубаха-\парень разг παιδί τῆς παρέας. -
39 переросток
переростокм τό καθυστερημένο παιδί. -
40 понятливый
понятлив||ыйприл πού ἔχει ἀντίληψη, νοήμων, ἐξυπνος:\понятливыйый ребенок ἐξυπνο παιδί.
См. также в других словарях:
παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδί — παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας … Dictionary of Greek
παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… … Dictionary of Greek