-
61 εμπτωσις
- εως ἥ1) падение внутрь ( или на что-л)(τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Plut.)
2) проникновение(εἰδώλων ἐμπτώσεις Diog.L.)
-
62 επικαιω
атт. ἐπικάω (ᾱ)1) культ. возжигать(πῦρ HH.)
; сжигать на жертвеннике(θεῷ μηρία Hom., Hes. - in tmesi)
2) обжигать, опалять(ἀστραπέ ἐπέκαυσε Arst.)
οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. — загоревшие на солнце;τῷ χρώματι ἐπικεκαυμένος Polyb. — темнокожий, смуглый -
63 επιλειπω
1) оставлять (позади)τὸ ἐπιλειπόμενον ἤρξατο δρόμῳ Xen. — остальная (т.е. отставшая) часть (войска) пустилась бежать (вдогонку)
2) оставлять без внимания, упускатьὡς οὔτ΄ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδέν, οὔτε τῶν φίλων Plat. — я не пожалел бы ни своего ни чужого;
μυρία ἐπιλείπω λέγων Plat. — я обхожу молчанием множество (прочих) обстоятельств3) подходить к концу, кончаться, истощаться, иссякать(ἐπιλείπει τὰ φρέατα Dem.; οὐκ ἐπιλείπει ἥ θάλασσα ὥσπερ οἱ ποταμοί Arst.; ἐπιλιπούσης τῆς δυνάμεως Plut.)
τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. — продовольствие вышло;κοῖον ὕδωρ οὐκ ἐπέλιπε ; Her. — какой воды хватило бы (чтобы напоить войско Ксеркса)?;τοῦ ἡλίου τὸ φῶς ἐπέλιπε Plut. — наступило затмение солнца;ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὴ ἐλπίδες, ἐπὴ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται Thuc. — когда у них не станет ясных надежд, они хватаются за призрачные4) не хватать, недоставатьἐπιλείψει με λέγοντα ἥ ἡμέρα Dem. и με διηγούμενον ὅ χρόνος NT. — чтобы рассказать (об этом), мне дня ( или времени) не хватит;
σῖτος ἐπιλιπών Thuc. — нехватка продовольствия, голод -
64 επισκοτησις
-
65 ηθος
- εος τό1) местопребывание, обиталище, жилье(ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.)
ἤθη τῶν λεόντων Her. — логова львов;ἤθεα ἵππων Hom. — стойла для лошадей;ἦ. συῶν Hom. — свиной хлев;ἦ. τοῦ ἡλίου Her. — место восхода солнца;εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὴ νομούς Arst. — восвояси2) (= ἔθος См. εθος) навык, обыкновение, обычай, привычка(ἤθεά τε καὴ νόμοι Her.)
3) (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер(μιαρόν Soph.)
ἀσθενές τὸ ἦ. (acc.) Arst. — вялый, ленивый;ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. — изменить чей-л. нрав;πρᾷος τὸ ἦ. Plat. — кроткого нрава;τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. — характер (особенности) государства;τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. — нравом, по характеру;ἤθεσι χαὴ ἔθεσι Plat. — по душевному складу и по привычкам;τρόποι καὴ ἤθη Plat. — обычаи и нравы4) нрав, норов(ἱππικὰ ἤθη Eur.)
-
66 θερμαινω
(aor. ἐθέρμηνα и поздн. ἐθέρμᾱνα)1) греть, нагревать(θερμὰ λοετρά Hom.; φλογί τι Aesch.; χθόνα Eur.; θερμαίνεται ἥ γῆ ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
θερμαίνεσθαι πρὸς τὸ φῶς NT. — греться у огня2) разогревать, раскалять(τὸν μοχλόν Hom.)
3) сушить, высушивать(θερμαινόμεναι αἱ ῥίζαι Xen.)
4) согревать, разгорячать(σπλάγχνα ποτῷ Eur.)
5) волновать, возбуждать(σπλάγχνα κότῳ Arph.; χαρᾷ καρδίαν Eur.; νοὸν φιλότητι Pind.)
θερμαίνεσθαι κεναῖσιν ἐλπίσιν Soph. — быть взволнованным пустыми надеждами -
67 καιω
реже κάω (ᾱ) (impf. ἔκαιον - атт. ἔκᾱον, fut. καύσω, aor. ἔκαυσα; pass.: fut. καυθήσομαι, aor. ἐκαύθην, aor. 2 ἐκάην, pf. κέκαυμαι, ppf. ἐκεκαύμην)1) (тж. κ. πυρί NT.) зажигать, жечь(πυρὰ πολλά Hom.; λύχνον NT.)
φλὸξ θεείου καιομένοιο Hom. — пламя горящей серы;καομένων τῶν λαμπάδων Arph. — (дым) от горящих лампад2) жечь, сжигать(δένδρεα, νεκρούς Hom.)
3) сжигать в жертву(μηρία Hom.; ὀστέα λευκά Hes.)
4) жечь, уничтожать огнемτέμνειν καὴ κ. или κ. καὴ πορθεῖν Xen. — уничтожать огнем и мечом
5) обжигатьἡ ἡμέρη καίει τοὺς ἀνθρώπους Her. — дневная жара обжигает людей;
ἐνίοτε καὴ κ. λέγεται καὴ θερμαίνειν τὸ ψυχρόν Arst. — иногда говорится, что холод обжигает и согревает6) мед. прижигать(τέμνειν καὴ κ. Plat.)
7) опалять, делать загорелым, pass. загорать(ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
8) жечь как огнемτὰ ἐντὸς ἐκάετο Thuc. — (у больных) внутренности жгло как огнем;
κάομαι τέν καρδίαν Arph. — у меня сердце в огне, я горю (от негодования)9) растоплять, плавить(ἥ χαλκῖτις λίθος καίεται Arst.)
-
68 καταλαμπω
1) освещать (сверху), бросать светὧν ὅ ἥλιος καταλάμπει Plat. — (все то), что освещает солнце2) светить, сиять, блистать(ἐν μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur.; ἥ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.)
ἡμέρα κατέλαμψε Plut. — день воссиял, т.е. рассвело -
69 οπταω
ион. ὀπτέω1) жарить(κρέα Hom., Xen., Plat.)
2) печь(πλακοῦντας Arph.: ἄρτους Xen.)
3) обжигать(χύτρα ὠπτημένη Plat.; ὅ ὀπτώμενος κέραμος Arst.)
4) жечь, выжигать, сушить(ἥ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου Xen.)
5) перен. иссушать, томить, pass. сохнуть(ἐκ Ἀφροδίτης Theocr.)
-
70 οπτος
I3[ἕψω]1) жареный(κρέας Hom.; βρώματα Plut.; ἰχθύς NT.)
2) печеный(ἄρτος Her.)
3) обожженный(πλίνθος Xen.)
4) сушеный, высушенный(ὕλη πρὸς τοῦ ἡλίου ὀπτή Xen.)
5) каленый, закаленный(ὅ σίδηρος ὀ. ἐκ πυρός Soph.)
II3[ὄψομαι] видимый, зримый Luc. -
71 περιαυγη
-
72 περιδρομη
ἥ1) бег по кругу Plut.2) круговращение, круговорот(ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.)
3) бесцельное хождение, шатание -
73 πλεονεκτεω
(fut. πλεονεκτήσω и πλεονεκτήσομαι)1) требовать многого, жадничать, предъявлять непомерные требованияοὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων Her. — (Фемистокл) не переставал требовать огромных средств
2) получать или иметь большую долюτῶν ὠφελίμων π. Thuc. — присваивать себе большую часть выгод;
ἐν θέρει τοῦ ἡλίου π. Xen. — летом чаще (чем другие) переносить солнечный жар3) обладать преимуществом, превосходитьπ. τινος περί или κατά τι Plat., π. τινί τινος Plat., Dem. — превосходить кого-л. в чем-л.;
π. ἀπὸ τῶν μέ καθηκόντων Polyb. — получать преимущество нечестными способами;π. τῶν τεθέντων λόγων Plat. — ставить себя выше установленных законов4) обладать большим влиянием, иметь больший вес(παρά τινι Xen.)
οἱ π. βουλόμενοι Xen. — стремящиеся к большему (политическому) влиянию5) обижать, притеснять(μηδένα Men.; οὐδένα NT.)
; pass. быть притесняемым(ὑπό τινος Xen.)
π. χιλίαις δραχμαῖς Dem. — быть обсчитанным на тысячу драхм -
74 πλησσω
атт. πλήττω (fut. πλήξω, aor. ἔπληξα - эп. πλῆξα, эп. aor. 2 (ἐ)πέπλεγον - с inf. πεπληγέμεν; fut. 3 med. πεπλήξομαι; pass. aor. ἐπλήγην - эп. πλήγην, реже ἐπλήχθην, pf. πέπληγμαι, fut. πληγήσομαι; adj. verb. πληκτός; - в атт. прозе praes., impf., fut. и aor. act. и med. обычно заменяются соотв. формами глаголов παίω, πατάσσω или τύπτω)1) хлопать, топать(χορὸν ποσί Hom.)
πλήξασθαι μηρώ Hom. — хлопнуть себя по бедрам2) взбивать(κονίσαλον ἐς οὐρανόν Hom.)
3) ударять, бить, поражать(τινὰ χειρί Hom.)
π. τινὰ ἄορι αὐχένα Hom. — ударить кого-л. мечом по шее;πληγῆναι κεραυνῷ Hom. — быть пораженным молнией;πλεγεὴς νόσοις Soph. — сраженный болезнями;πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. — я сражен смертельным ударом;παίσαντές τε καὴ πληγέντες Soph. — нанося удары и получая их, т.е. во взаимной схватке;πότερον πρότερος ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα Lys. — (не помню), мне ли раньше был нанесен удар, или я нанес его;ἀνακλαύσας ἐπλήξατο τέν κεφαλήν Her. — громко зарыдав, он стал бить себя по голове;ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. — раненый, т.е. охваченный страстью;τέν καρδίαν πληγείς Plat. — раненый в сердце;δόμοισι καὴ σώμασι πεπλαγμένοι Aesch. — пострадавшие и в отношении своих семейств и лично;στρατὸν πέπληγμαι Aesch. — я лишился армии;ἐπλήγη τὸ τρίτον τοῦ ἡλίου NT. — треть солнца подверглась затмению4) подстегивать, погонять(ἵππους ἐς πόλεμον Hom.)
5) наносить поражение, разбиватьοἱ Ἀθηναῖοι ἐν τοῖς Βοιωτοῖς πεπληγμένοι Thuc. — афиняне, потерпев(шие) поражение в Беотии
6) поощрять, подкупать7) принимать удары, быть поражаемым(πεπληγότες πολλάκις Plut.)
8) чеканить, запечатлеватьΚύπριος χαρακτέρ εἰκὼς πέπληκται Aesch. — (в лицах Данаид) верно запечатлены кипрские черты (жителей г. Кипра в Ливии)
-
75 προδυομαι
-
76 τηλαυγης
-
77 υπερθερμαινω
перегревать Arst. -
78 χορεια
ἥ1) хороводная пляска, хоровод Eur., Arph.χ. ὄρχησίς τε καὴ ᾠδέ τὸ ξύνολόν ἐστι Plat. — хоровод есть сочетание пляски с пением;
χορείαν χορεύειν Plut. — водить хоровод2) круговращение (sc. τοῦ Ἡλίου Luc.) -
79 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)
-
80 στεφάνη
η1) см. στεφάνι;στεφάνη του ηλίου — солнечная корона;
2) бот. венчик;3) край; закраина;ποτήριον πλήρες μέχρι στεφάνης — стакан, наполненный до краёв;
§ στεφάνη οδόντος — коронка (наружная часть зуба)
См. также в других словарях:
Ηλιού, Ηλίας — (Λήμνος 1904 – Αθήνα 1985).Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική κίνηση της εποχής του και στις εκλογές του 1932… … Dictionary of Greek
Ηλιού, Φίλιππος — (1931 –). Ιστορικός. Γιος του πολιτικού της Αριστεράς Ηλία Ηλίου, σπούδασε ιστορία στο Παρίσι. Από το 1983 εκδίδει μαζί με τον Σπύρο Ασδραχά και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο το περιοδικό Ιστορικά. Είναι πρωτεργάτης και πρόεδρος των ΑΣΚΙ (Αρχεία… … Dictionary of Greek
Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek