-
1 έμπτωσις
-
2 ἔμπτωσις
-
3 εμπτωσις
- εως ἥ1) падение внутрь ( или на что-л)(τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Plut.)
2) проникновение(εἰδώλων ἐμπτώσεις Diog.L.)
-
4 ἔμπτωσις
2 falling upon, pressure, D.H.9.23.3 incidence, impact,εἰδώλων Epicur.Sent.Vat.24
, Cic.Att.2.3.2 (pl.);τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Placit.3.2.10
.5 reduction of dislocation, Gal.18(1).325.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπτωσις
-
5 ἔμπτωσις
-
6 εμπτώσει
ἔμπτωσιςfalling into: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐμπτώσεϊ, ἔμπτωσιςfalling into: fem dat sg (epic)ἔμπτωσιςfalling into: fem dat sg (attic ionic) -
7 ἐμπτώσει
ἔμπτωσιςfalling into: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐμπτώσεϊ, ἔμπτωσιςfalling into: fem dat sg (epic)ἔμπτωσιςfalling into: fem dat sg (attic ionic) -
8 εμπτώσεις
ἔμπτωσιςfalling into: fem nom /voc pl (attic epic)ἔμπτωσιςfalling into: fem nom /acc pl (attic) -
9 ἐμπτώσεις
ἔμπτωσιςfalling into: fem nom /voc pl (attic epic)ἔμπτωσιςfalling into: fem nom /acc pl (attic) -
10 παρεμπτωσις
- εως ἥ1) вторжение, проникновение(τοῦ ὑγροῦ Arst.)
2) случай, случайностьδιὰ τέν σπάνιον παρέμπτωσίν τινος Sext. — вследствие редкости чего-л.
3) грам. добавление, вставка -
11 έμπτωσιν
-
12 ἔμπτωσιν
-
13 εμπτώσεσι
-
14 ἐμπτώσεσι
-
15 εμπτώσεσιν
-
16 ἐμπτώσεσιν
-
17 εμπτώσεων
-
18 ἐμπτώσεων
-
19 εμπτώσεως
-
20 ἐμπτώσεως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έμπτωσις — ἔμπτωσις, η (Α) 1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι 2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση 3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση 4. κλίση, ροπή 5. (για εξάρθρωση) ανάταξη 6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου … Dictionary of Greek
ἔμπτωσις — falling into fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσει — ἔμπτωσις falling into fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπτώσεϊ , ἔμπτωσις falling into fem dat sg (epic) ἔμπτωσις falling into fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεις — ἔμπτωσις falling into fem nom/voc pl (attic epic) ἔμπτωσις falling into fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεσι — ἔμπτωσις falling into fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεσιν — ἔμπτωσις falling into fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπτωσιν — ἔμπτωσις falling into fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπτωσία — ἐμπτωσία, η (Α) έμπτωσις … Dictionary of Greek
ἐμπτώσεων — ἐμπτώσεω̆ν , ἔμπτωσις falling into fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπτώσεως — ἐμπτώσεω̆ς , ἔμπτωσις falling into fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)