Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔμπτωσις

См. также в других словарях:

  • έμπτωσις — ἔμπτωσις, η (Α) 1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι 2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση 3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση 4. κλίση, ροπή 5. (για εξάρθρωση) ανάταξη 6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου …   Dictionary of Greek

  • ἔμπτωσις — falling into fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπτώσει — ἔμπτωσις falling into fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπτώσεϊ , ἔμπτωσις falling into fem dat sg (epic) ἔμπτωσις falling into fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπτώσεις — ἔμπτωσις falling into fem nom/voc pl (attic epic) ἔμπτωσις falling into fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπτώσεσι — ἔμπτωσις falling into fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπτώσεσιν — ἔμπτωσις falling into fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπτωσιν — ἔμπτωσις falling into fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπτωσία — ἐμπτωσία, η (Α) έμπτωσις …   Dictionary of Greek

  • ἐμπτώσεων — ἐμπτώσεω̆ν , ἔμπτωσις falling into fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπτώσεως — ἐμπτώσεω̆ς , ἔμπτωσις falling into fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»