-
1 солнце
-а α.ο ήλιος•вращение земли вокруг солнца περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο•
восход солнца ανατολή του ήλιου•
заход -а δύση του ήλιου•
затмение -а έκλειψη του ήλιου•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο•
греться на солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο, λιάζομαι.
εκφρ.до -а – πριν την ανατολή του ήλιου,πριν να βγε ι (ανατε ίλει) ο ήλιος•идти по -у – πηγαίνω (παροσανατολίζομαι) με τον ήλιο. -
2 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
3 восход
-а α.1. άνοδος, ανάβαση•восход на вершину горы ανάβαση στην κορυφή τού βουνού.
2. ανατολή•восход солнца ανατολή του ήλιου•
до -а солнца πριν την ανατολή του ήλιου, πριν ν’ ανατείλει ο ήλιος.
-
4 закат
-а α.1. δύση, βασίλεμα•закат солнца η δύση του ήλιου.
|| το πανόραμα του βασιλέματος του ήλιου.2. μτφ. τέλος ύπαρξης ή δράσης.3. παλ. οι δυτικές χώρες, η δύση.εκφρ.на -е дней – τις τελευταίες μέρες της ζωής. -
5 восход
восходм ἡ ἀνατολή:\восход солнца ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· на \восходе солнца τό ήλιο-χάραμα, στήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. -
6 солнце
солнц||ес ὁ ήλιος:восход \солнцеа ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου· заход \солнцеа ἡ δύση τοῦ ἡλίου, τό ἡλιοβασίλεμα· греться на \солнце ζεσταίνομαι στον ήλιο· определять время по \солнцеу καθορίζω τήν ὠρα κυττάζοντας τόν ήλιο· без \солнцеа ἀνήλιος· ◊ горное \солнце ὁ τεχνητός ήλιος. -
7 солярный
επ.ηλιακός, του ήλιου•-ые культы древний сирии η λατρεία του ήλιου στην αρχαία Συρία.
-
8 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
9 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
10 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
11 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход
-
12 перед
перед Iпредлог с твор. п.1. (при обозначении места) μπροστά, ἐνώπιον, ἔμπροσ-θεν:\перед домом μπροστά στό σπίτι· \перед дверьми́ πρό τῶν θυρών, μπροστά στήν πόρτα· передо мной μπροστά μου, ἐνώπιον μου· \перед глазами μπροστά στά μάτια·2. (при обозначении времени) πρίν, πρό:\перед восходом со́лица πρίν ἀνατείλει ὁ ήλιος, πρό τῆς ἀνατολής τοῦ ήλίου· \перед обедом πρό τοῦ φαγητοῦ· \перед началом занятий πρίν ἀπό τήν Εναρξη τῶν μαθημάτων, πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων \передтем, как выйти и́з дому πρίν ἔβγω ἀπό τό σπίτι·3. (по отношению к кому-л., чему-л.) προς, παρά:долг \перед Родиной^ τό καθήκον πρός τήν πατρίδα· извиниться \перед кем-л. ζητώ συγγνώμη ἀπό κάποιον4. (по сравнению) ἐν συγκρίσει:они́ ничто́ \перед ним αὐτοί δέν εἶναι τίποτε ἐν συγκρίσει μ' αὐτόν.перед IIм τό μπροστινό μέρος:\перед дома ἡ πρόσοψη τοῦ σπιτιοῦ. -
13 блеск
-а (-у) α.1. λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα•блеск солнца η λάμψη του ήλιου•
блеск штыков η λάμψη των λογχών.
2. μτφ., πολυτέλεια μεγαλοπρέπεια•блеск славы λάμψη (φωτοστέφανος) της δόξας•
блеск наряда η πολυτέλεια του στολισμού, του ντυσίματος.
3. (σε συνδυασμό με ονομασίες μερικών ορυκτών)•железный блеск ο αιματίτης, αιματοστάκτης (λίθος)•
свинцовый блеск ο πρωτοθειϊκός μόλυβδος.
εκφρ.во всем -е – μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια (λαμπρότητα)•с -ом – λαμπρά, έξοχα, θαυμάσια. -
14 склонение
1. астр. η κλίση, η απόκλιση, η παρέκλισηмагнитное - физ. μαγνητική -2. (грам) η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склонение
-
15 подсолнечный
επ.του ηλίανθου, του ήλιου•-ое масло ηλιόλαδο, ηλιέλαιο•
-ые жмыхи οι λιόπιτες.
επ.1. επίγειος, κάτω από τον ήλιο.2. ουσ. θ. подсолнечныйая η υφήλιος,η οικουμένη. -
16 восход
(солнца) η ανατολή (του ηλίου), το χάραμα, η αυγή, η ηώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > восход
-
17 гелиофизика
η ηλιοφυσική, η φυσική του ΗλίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гелиофизика
-
18 грануляция
1. (придание формы зерен) η κοκκοποίηση 2. астр. η κοκκοειδής επιφάνεια (του Ηλίου) 3. мед. το κοκκίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грануляция
-
19 закат
1. (дефект проката) το ελάττωμα της έλασης 2. (солнца) η δύση του Ηλίουτο ηλιοβασίλεμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закат
-
20 затмение
астр. η έκλειψη, лунное - της Σελήνης, полное - ολική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затмение
См. также в других словарях:
Ηλιού, Ηλίας — (Λήμνος 1904 – Αθήνα 1985).Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική κίνηση της εποχής του και στις εκλογές του 1932… … Dictionary of Greek
Ηλιού, Φίλιππος — (1931 –). Ιστορικός. Γιος του πολιτικού της Αριστεράς Ηλία Ηλίου, σπούδασε ιστορία στο Παρίσι. Από το 1983 εκδίδει μαζί με τον Σπύρο Ασδραχά και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο το περιοδικό Ιστορικά. Είναι πρωτεργάτης και πρόεδρος των ΑΣΚΙ (Αρχεία… … Dictionary of Greek
Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek