-
1 τηλ-αυγής
τηλ-αυγής, ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου πρόςωπον τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; φέγγος, N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον φάος, P. 3, 75; ὄχϑος, Soph. Tr. 521; ἀκτίς, Ar. Av. 1092; ἀκτίνων σέλας, 1709; sp. D., δαλός, Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.
-
2 τηλαυγής
τηλ-αυγής, ές, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen -
3 τηλαυγης
См. также в других словарях:
ηλιαυγής — ἡλιαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως ο ήλιος («χρυσίον ἡλιαυγές», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + αυγής (< αυγή ή αμάρτυρο *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής] … Dictionary of Greek
ημεραυγής — ἡμεραυγής, ές (Μ) 1. (για τον ήλιο) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. ο λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) + αυγής (< αυγή «λάμψη» ή *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής)] … Dictionary of Greek
πανταυγής — ές, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αυγής (< αὐγή), πρβλ. τηλ αυγής] … Dictionary of Greek
τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… … Dictionary of Greek