-
101 φύσις
φύσις [pron. full] [ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (I origin,φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1
(cf. Plu.2.1112a);φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c
;ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12
;φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16
; freq. of persons, birth,φύσει νεώτερος S.OC 1295
, cf. Aj. 1301, etc.;φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134
; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d
; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325
; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13
.II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33
): hence,1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)ἔδειξε Od.10.303
;φ. τῆς χώρης Hdt.2.5
;τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2
, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;τῆς τριχός X.Eq.5.5
; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74
;αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134
;ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c
;ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11
, etc.;ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28
(Epist.Plotinae).2 outward form, appearance,μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49
(67);μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496
; (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071
(troch.), cf. Nu. 503;τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75
.3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43
;φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7
;φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1
.b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5
, al.;φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17
.4 of the mind, one's nature, character,ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5
;εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874
; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;φ. φρενός E.Med. 103
(anap.);ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76
;φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2
;ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168
; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489
;ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441
;τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458
(lyr.), cf. 1282 (lyr.);Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187
;ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19
; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40
; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18
;θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4
: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c
, cf. 375b, al.: prov.,ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a
.b instinct in animals, etc., Democr.278; ap. Stob.1.41.6;ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1
, cf. 12.1.5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;χθονὸς φ. A.Ag. 633
; esp. in Pl.,ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b
;ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b
; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c
;ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d
, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.III the regular order of nature,τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176
;κατὰ φύσιν Pl.R. 444d
, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); (cf. Pl.Grg. 488b);κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112
; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18
; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.
Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275
, cf. 279, al.;ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3
; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2
; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44
Ai 32 (Vorsokr.5);ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15
;τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492
;οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c
;φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79
, cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44
Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b; ;τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36
.IV in Philosophy:1 nature as an originating power,φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16
;ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33
; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8
, cf. Mete. 381b5, etc.;φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123
;ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44
; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469
;Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12
;ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14
.2 elementary substance,κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c
, cf. Arist.Fr.52 (defined asτὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3
);τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33
: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;ἄτομοι φ.
atoms,Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83
.3 concrete, the creation, 'Nature',ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910
(anap.);περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c
; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a
;περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13
(anap.); so later,ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1
;τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8
; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c
, cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.b of plants or material substances,φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49
;ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4
.VI kind, sort, species,ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165
(anap.);ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d
; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062
, cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence, -
102 ὑπάγω
ὑπάγω [ᾰ]:A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.)δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp. 20a
.17, cf. E.Hipp. 1194 in PLit.Lond.73 ( ἐπῆγε codd.); also simply,ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73
.2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106
;ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3
:— [voice] Med., bring under one's own power, reduce,πόλιν Th.7.46
;τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1
, etc.3 subsume,ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11
, cf. 235.7 ([voice] Pass.);πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29
.4 bring forward in reply, in [voice] Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11.5 subject,τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38
:—[voice] Pass.,τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2
.II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 ([voice] Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82;οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28
;ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70
; simply,ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33
; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat.,ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11
:—[voice] Med.,τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El. 1155
(lyr., dub. l., δίκαν codd.):—[voice] Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat.,τοῖς τῆς.. πεπρωμένης.. νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24
(Amorgos, iii A.D.);ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36
tit.III lead on by degrees,τὰς κύνας X.Cyn.5.15
, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94;τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507
(lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8;τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν.., ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr. 14c
;τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel. 826
;ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος.. δοίη δίκην Lys.6.19
; ἡ πέρδιξ.. ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA 613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr. 428:—[voice] Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the [voice] Act., lead on,ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91
, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39;ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1
; give one a lead in speech, E.Andr. 906, cf. X.An. 2.1.18:—[voice] Pass.,κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1
; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10
(v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178
, etc.;εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188
;ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19
. (In this sense, ἐπάγω is freq. v.l.)IV take away from beneath, withdraw,τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163
;ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10
:—[voice] Pass.,ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76
.3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10;ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279
, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111.B intr., go away, withdraw, retire,ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921
, cf. Ar.Av. 1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion,ὑπάγει βάδην Arist.HA 629b17
; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he.. goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) to-morrow, POxy.1291.11 (i A.D.);ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155
, 218, al. (i A.D.).II go forwards, draw on,ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ
on with you!E.
Cyc.52 (lyr.);ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu. 1298
;ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra. 174
;ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79
: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16.2 later, in [tense] pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come',ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10
; ὕπαγε, δεῖξον .. Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31;ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5
;ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8
(iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.);καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17
(ii/iii A.D.): the [tense] aor. isἀπῆλθον, ὕπαγε.. καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6
:— αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. <*>), To.8.21, al., Je.43(36).19.III Medic., of the bowels, to be open,κοιλίη ὑπάγουσα Hp.
Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. -
103 πατρο-νομέω
πατρο-νομέω, väterlich oder wie ein Vater regieren; scheint aber nur im pass. vorzukommen, wie Plat. Legg. III, 680 e πατρονομούμενοι, was Tim. lex. erkl. wird οἱ τοῖς προγονικοῖς νόμοις χρώμενοι ἢ ὑπὸ πατέρων ἀρχόμενοι; a. VLL. erkl. οἱ τοὺς ἀπὸ τῶν πατέρων παραδεδομένους νόμους τηροῠντες, also nach väterlichen, nach althergebrachten Gesetzen oder väterlich regiert werden; vgl. noch Plut. Dion 10 M. Ant. 1, 9.
-
104 σταθμός
σταθμός, ὁ (ἵστημι, vgl. στάϑμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταϑμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταϑμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταϑμοὺς ἄρσε, ϑόρας δ' ἐπέϑηκε, 21, 45; ϑύρας σταϑμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταϑμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταϑμοῖσιν ἐπ' οὐδοῠ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταϑμοῖσι τοῖςδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταϑμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελϑε λαΐνων σταϑμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταϑμοί τε καὶ ὑπέρϑυρα, Her. 1, 179; σταϑμὰ ϑυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταϑμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταϑμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταϑμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισϑε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden ( οἰῶν) σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταϑμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταϑμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῠ σταϑμούς, I. 6, 45; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταϑμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταϑμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταϑμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταϑμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταϑμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταϑμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῠ σίτου σταϑμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταϑμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταϑμά; Seph. ἐφεῦρε σταϑ μῶν, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῠ σταϑμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταϑμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταϑμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῠ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταϑμοῠ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυϑμὸν τοῠ ϑώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταϑμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσϑαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταϑμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταϑμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.
-
105 ταράσσω
ταράσσω, att. - ττω, fut. med. ταράξομαι in der Bdtg des fut. pass., Thuc. 7, 36, wie Xen. Cyr. 6, 1, 43, perf. τέτρηχα (s. unten u. vgl. ϑράσσω), rühren, auf-, durcheinanderrühren, verwirren; Hom. vom Poseidon, σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον, Od. 5, 291, wie ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ὰλός Eur. Troad. 88; ταραχϑεὶς πόντος, 687, das von Stürmen aufgewühlte Meer; σὺν δ' ἴππους ἐτάραξε, Il. 8, 86, er machte die Pferde wild, scheu; οὐ χϑόνα ταράσσοντες, das Land nicht umwendend, pflügend, Pind. Ol. 2, 63; φωνὰν ταρασσέμεν, P. 11, 42, verwirren; κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω, Aesch. Prom. 996; übertr., bestürzt machen, μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ, ταράσσει, Ch. 287; δεινὰ ταράσσει σοφὸς οἰωνοϑέτας, Soph. O. R. 483; pass. bestürzt werden, sein, ταράσσομαι φρένας, Ant. 1082; ὥς μοι ὑφ' ήπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει, Eur. Suppl. 599; τίς σὴν ταράσσει καρδίαν; Bacch. 1320; ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα, Hipp. 969, u. öfter so von den Leidenschaften; γῆν καὶ ϑάλατταν εἰκῆ, Ar. Equ. 429; καὶ κυκᾶν, Ach. 658 Equ. 251; dah. wie κυκᾶν, mischen, φάρμακον, Luc. Lex. 4; vgl. Nic. Th. 665. 936; κύλικα φαρμάκου, Plut. an vit. ad inf. suff. 3; αἵματος τεταραγμένου μέλιτι, Erasistr. bei Ath. VII, 324 a; so auch λαγὸν ταράξας πῖϑι τὸν ϑαλάσσιον, Amips. bei Schol. Ar. Vesp. 480 u. Ath. X, 446 d. In Prosa: πολλά με ταράττει, Plat. Phaed. 103 c; Theaet. 206 a u. öfter; bes. Krieg, Aufruhr erregen, σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας, Soph. Ant. 789; τὴν πόλιν, Ar. Equ. 864; πόλεμον, Plat. Rep. VIII, 567 a; vgl. Dem. 18, 151; ὅτι οὐδὲν δέοι ταράσσεσϑαι, ἀλλὰ νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσϑαι, Xen. Hell. 2, 4, 42; στάσεις καὶ πολέμους, Plut. Cat. min. 22; auch ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί, Them. 5; ein Heer in Verwirrung, Unordnung bringen, Her. 9, 50. 51; auch von Sachen, sie verwirren, τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων, 8, 12; ὁρῶν τοὺς Συρακοσίους ταρασσομένους καὶ οὐ ῥᾳδίως ξυντασσομένους, Thuc. 7, 3; πάντα ταῦτα καϑορῶν ἄνω κάτω ταραττόμενα δεινῶς, Plat. Prot. 361 c; τεταραγμένος τὴν γνώμην, Luc. Scyth. 3. – Bei den Aerzten ταράττειν τὴν κοιλίαν, den Unterleib in Unordnung bringen, d. i. Durchfall verursachen. – Das ep. perf. τέτρηχα hat die intrans. Bdtg in Verwirrung, unruhige Bewegung gerathen, τετρήχει δ' ἀγορή, die Volksversammlung gerieth in unruhige Bewegung, Il. 2, 95; ἀγορὴ τετρηχυῖα, 7, 346; so auch sp. D., wie τετρηχυῖα ϑάλασσα Leon. Tar. 96 (VII, 283). Erst spätere Dichter haben hiernach ein praes. τρήχω gemacht, das aber für jene homerische Form anzunehmen nicht nöthig ist; aus der att. Form ϑρᾱσσω, für ταράσσω, wird regelnmäßig τέτρᾶχα, ion. τέτρηχα, abgeleitet, s. Buttm. Lexil. I p. 210. Damit hängt τρηχύς zusammen.
-
106 κατ-εικάζω
κατ-εικάζω, vermuthen (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασϑέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.
-
107 δια-χράομαι
δια-χράομαι, ion. auch διαχρέομαι, διαχρέωνται (s. χράω); 1) fortwährend brauchen, übh. = brauchen, sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσϑῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληϑείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέϑρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. tödten; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; νόσος διαχρωμένη σῶμα, aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = behandeln; τοῖς ἐναντίοις τὸ ἴδιον δέμας Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8.
-
108 ἴδιος
ἴδιος, auch 2 End., wie Plat. Prot. 349 b Arist. gen. an. 3, 10 (vgl. ἰδέα), eigenthümlich; – a) den Einzelnen betreffend; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος Od. 3, 82, δήμιον ἢ ἴδιον 4, 314, des einzelnen Mannes eigene Angelegenheit, Ggstz Volksod. Staatsangelegenheit; Pind. ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς Ol. 13, 47, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια N. 6, 33; bei Her. 8, 109 sind ἱερά u. ἴδια entgeggstzt. Gewöhnlich dem δημόσιος od. κοινός gegenüberstehend, πλούτῳ ἰδίῳ καὶ δημοσίῳ Thuc. 1, 80; ξυμφοραὶ ἴδιαι, Ggstz αἱ τῆς πόλεως, 2, 60, öfter; ἴδιος, οὐ κοινὸς πόνος Plat. Rep. VII, 535 b; ἴδιον οὐδὲν οὐδενὶ ἐχούσας, κοινὰς δὲ πᾶσι οἰκήσεις VIII, 543 d; εἰ πεινῶντες ἀγαϑῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν VII, 521 a; ἰδία ἢ πολιτικὴ πρᾶξις Gorg. 484 d, Privat- oder Staatsangelegenheit; πόλεσί τε καὶ ἰδίοις οἴκοις Legg. X, 890 b, wie εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους VII, 796 d; διὰ τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν οὐ δύνανται τοῖς αὑτῶν ἰδίοις προςέχειν τὸν νοῦν Isocr. 8, 127; Folgde. Vgl. noch οὐκ ἐπαισχύνεσϑε γῆς οὕτω νοσούσης ἴδια κινοῦντες κακά Soph. O. R. 636; Eur. Hec. 640; – ἴδιοι, Privatleute, Plat. Soph. 225 b. – b) eigen, eigenthümlich, von Seiten des Besitzes, keinem Anderen gehörig; Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων, ἰδίᾳ γνώμῃ σέβεσϑαι ϑνητούς, Aesch. Prom. 402. 542; οὔ τοι τὰ χρήματ' ἴδια κέκτηνται βροτοί, sie besitzen sie nicht als ihr Eigenthum, Eur. Phoen. 558; ἡ ἰδίη ἐλευϑερία, persönliche Freiheit, Her. 7, 147; ἴδια κέρδεα προςδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω οἴσεσϑαι, Vortheil für sich, 6, 100, wie κερδῶν ἰδίων ἐπιϑυμῶν Ar. Ran. 360; häufig in Att, Prosa; τὸ ἴδιον, eigenes Besitzthum, Eigenthum, Plat. Gorg. 502 c; Xen. Hell. 1, 14, 13; τὰ ὑμέτερα ἴδια Dem. 19, 307 u. sonst bei den Rednern; τὰ ἴδια πράττειν, seine eigenen Geschäfte besorgen, Ggstz ἀλλότριος. Auch μένειν ἐπὶ τῶν ἰδίων, zu Hause bleiben, Pol. 3, 99, 4; εἰ δεῖ τοὐμὸν ἴδιον εἰπεἵν, meine persönliche Ansicht, Isocr. 6, 8. – Jem. eigen, zugethan, anverwandt, Pol. 21, 4, 4 D. Sic. 11, 26 D. L. 1, 26. – c) eigen, besonders, wodurch eines vom andern unterschieden ist; ἴδιοί τινές σου ϑεοί, κόμμα καινόν Ar. Ran. 890; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Plat. Prot. 349 d; ἑνὶ οὐκ ἔχομεν ὀνόματι προςειπεῖν ἰδίῳ αὐτοῦ Rep. IX, 580 e, vgl. Polit. 272 c εἴ τινά τις ἰδίαν δύναμιν ἔχουσα ᾔσϑετό τι διάφορον τῶν ἄλλων; mit folgdm ἤ, Gorg. 481 c εἴ τις ἴδιόν τι ἔπασχε πάϑος ἢ οἱ ἄλλοι, verschieden von den Anderen; ἔϑνος ἴδιον, ein besonderes Voll, καὶ οὐδαμῶς Σκυϑικόν, Her. 4, 18. 22; καὶ περιττὸν γένος τῶν μελιττῶν Arist. gen. anim. 3, 10; ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν H. A. 4, 9; ἴδιος ἄνϑρωπος, als eigener, besonderer Mensch, καὶ περιττός Plut. Cat. mai. 25, der auch παράδοξον εἰπεῖν τι καὶ περιττὸν καὶ ἴδιον vrbdt, wie auch wir sagen: etwas ganz Besonderes; – λόγοι ἴδιοι, Prosa, im Ggstz von ποίησις, Plat. Rep. II, 366 e. – Comparat. ἰδιώτεραι πράξεις Isocr. 12, 73, wie ἰδίωτατον Dem. 23, 65, v. l. ἰδιαίτατα, u. so ἰδιαίτερος Theophr. u. Sp.; ἰδιαίτερον διαλεχϑῆναί τινι, heimlicher, Hdn. 7, 6, 14; ἰδιαίτατα D. Sic. 19, 1. – Adv. ἰδίως, Plat. Legg. VII, 807 b u. A. Häufig auch ἰδίᾳ, privatim, für steh, im Ggstz von δημοσίᾳ oder κοινῇ, Ar. Equ. 467 Thuc. 1, 141 Xen. u. A., Plat. Rep. II, 366 e.
-
109 απαρταω
1) вешать, привешивать, pass. висеть, быть соединенным(ἀπό τινος Arst., τινος Babr. и ἔκ τινος Luc.)
ἀπαρτῆσαι δέρην Eur. — повесить за шею, удавить2) ставить в зависимость, связывать(τι ἔκ τινος Luc. и τινι Plut.)
ἀπαρτῆσαι τὸ πλῆθος ἑτέροις νόμοις Plut. — привлечь на свою сторону массы новыми законами;τῆς γνώμης τινὸς ἀπαρτῆσαι Plut. — разделять чьё-л. мнение (ср. 3)3) отделять, обособлять, разъединять(τί τινος Dem.; ἀπηρτῆσθαι ἀλλήλων Arst.; τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Polyb.)
ἀπηρτῆσθαι ταῖς γνώμαις Dem. — расходиться во мнениях (ср. 2)4) удаляться, уходить(ἐς ἀλλοτρίαν Thuc.)
-
110 κατεικαζω
1) предполагать, угадывать, подозревать2) уподоблятьτοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Soph. — (Этеокл и Полиник), уподобившиеся природе египетских обычаев, т.е. усвоившие египетские нравы
-
111 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
112 οὔτε
a οὔτεοὔτε, neither... nor.Iἀκίνδυνοι δ ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν O. 6.19
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.52
οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες O. 11.20
[ οὔτε γὰρ θεοὶ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας ( οὐδὲ γὰρ coni. Schneidewin) O. 14.8]γόνον οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν P. 4.105
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸςἄξοισι P. 6.10
ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς, οὔτε δείπνων τέρψιας P. 9.18
“ οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” P. 9.58ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.105
οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ ὦν μεταλλακτόν fr. 220. 1. preceded by a purely emphatic neg.,αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31
—2.II where the first οὔτε is suppressed.νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48
ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.* cf. O. 14.9, P. 3.30bοὐ οὔτε. πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
cοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.83
cf.τε οὐ οὐδέ P. 8.36
dοὐδέ οὔτε. οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.9eοὔτε τε οὐ ἀλλά. ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ ἐναμείβοντι N. 11.39
—42.f dub., frag. [ τὸν μὲν οὔτε θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον ( οὐδὲ coni. Boeckh) I. 8.56] οὔτε θαλασς[ fr. 33a. οὔθ' ἱπ[π fr. 215. b. 12. -
113 βασίλειος
βᾰσίλ-ειος, ον, also α, ον A.Pers. 589, IG12.115; [dialect] Ion. and [dialect] Aeol. [suff] βᾰσιλ-ήϊος, η, ον, also [suff] βᾰσιλ-ῇος Melinnoap.Stob.3.7.12, Hymn.Is.138:—A royal,δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστι κτείνειν Od.16.401
;ὁ β. θρόνος Hdt.1.14
, etc.; used by Trag. in lyr., β. οἶκοι, μέλαθρα, A.Ag. 157, Ch. 343; ἰσχύς, τιάρα, Id.Pers. 589, 661; νόστος ὁ β. the king's return, ib.8;τοῖς β. νόμοις S.Ant. 382
; cf. πῆχυς.2 of the archonβασιλεύς, ἡ β. στοά IG12.115
, Arist.Ath.7.1, Paus.1.3.1 (also of the basilica of Herod at Jerusalem, J.AJ15.11.5).3 'royal', i.e.choice,μύρον Sapph.Supp.23.19
, Crates Com.2; cf. βασίλεια· γένος ἰσχάδων, Hsch.4 Ἄρτεμις βασιληΐη, divinity in Thrace, Hdt.4.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασίλειος
-
114 διαχράομαι
Aδιαχρησεῖται Theoc.15.54
.I Dep., c. dat. rei, use constantly or habitually, chiefly in Hdt.,τῇ αὐτῇ γλώσσῃ 1.58
;τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2.127
;οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται 1.71
, cf. 2.77;ἐσθῆτι φοινηκηΐῃ 4.43
; τῇ ἀληθείῃ δ. speak the truth, 3.72;οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3.66
, cf. 6.58;ἀρετῇ 7.102
;ἀγνωμοσύνῃ 6.10
;ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7.210
;νόμοις τοῖς προτέροισιν Ar.Ec. 609
; λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ. use hunger as a sauce, X.Cyr.1.5.12.b of passive states, meet with, suffer under, συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Hdt. 3.117, 1.167;αὐχμῷ δ. Id.2.13
.2 treat, handle,ἀνομώτατα Str. 6.1.8
: c. acc., destroy, kill, Hdt.1.24, 110, Antipho1.23, Th.3.36, etc.II [voice] Pass., to be lent out to different persons, v. διακίχρημι.2 to be killed, D.L.1.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχράομαι
-
115 κατεικάζω
A liken to,κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345
:—[voice] Pass., to be or become like,ὦ.. τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC 338
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεικάζω
-
116 λατρεύω
A work for hire or pay, Sol. 13.48: to be in servitude, serve, X.Cyr.3.1.36;παρά τινι Apollod.2.6.3
.2 λ. τινί to be subject or enslaved to, S.Tr.35, etc.: c. acc. pers., serve, E.IT 1115 (lyr.), f.l. in Id.El. 131: metaph., λ. πέτρᾳ, of Prometheus, A.Pr. 968; ; λ. νόμοις obey, X.Ages.7.2; λ. καιρῷ, = Lat. temporibus inservire, Ps.-Phoc.121; τῷ κάλλει λ. to be devoted to.., Isoc.10.57;λ. ἡδονῇ Luc.Nigr.15
.3 serve the gods with prayers and sacrifices, (lyr.): c. acc. cogn., πόνον λ. τινί render due service, ib. 129 (lyr.);πόνον.. τόνδ' ἐλάτρευσα θεᾷ IG2.1378
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατρεύω
-
117 πιστεύω
Aπεπιστεύκειν Act.Ap.14.23
: ([etym.] πίστις):—trust, put faith in, rely on a person, thing, or statement, τινι Hdt.1.24 ;τῷ λόγῳ Id.2.118
, cf. S.El. 886, etc. ;π. θεῶν θεσφάτοισι A.Pers. 800
;τῇ τύχῃ Th.5.112
;σφίσιν αὐτοῖς Id.3.5
;ταῖς ἀληθείαις D.44.3
; [ σημείοις] Antipho 5.81 ;π. τινὶ περί τινος Arist. EN 1157a21
;ὑπὲρ τῶν ὅλων Plb.2.43.2
: with neut. Adj. or Pron., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε believe my words herein, E.Hel. 710;τοῦτ'.. Αἰγυπτίοις πιστεῦσαι δεῖ Arist.Mete. 343b10
;μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν Men.Mon. 335
: later with Preps., π. ἐν τῷ Θεῷ, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, LXXPs.77(78).22, Ev.Marc.1.15 ;π. εἰς τὸν Θεόν Ev.Jo.14.1
, al.; εἰς τὸ ὄνομά τινος ib.1.12;π. ἐπὶ τὸν Κύριον Act.Ap.9.42
: abs., believe,περὶ μὲν τούτου.. οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν π. τι λίην Hdt.4.96
; χαλεπὰ παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι although it is hard to believe every single bit of evidence about them, Th.1.20 : c. acc. cogn., π. δόξαν entertain a confident opinion, Id.5.105 :—[voice] Pass., to be trusted or believed,ἄνδρες ἄξιοι πιστεύεσθαι Pl.La. 181b
, cf.Ep. 309a, X.Cyr.4.2.8; πιστευθῆναι ὑπό τινος enjoy his confidence, ib.6.1.39, cf. An.7.6.33 ;π. παρά τινι D.23.4
, 58.44 ;πρός τινας Id.20.25
; ὡς πιστευθησόμενος as if he would be believed, Id.27.54, cf. 36.43 ;π. ὡς δημοτικὸς ὤν Arist.Pol. 1305a28
; πιστεύονται [οἱ λόγοι] Id.EN 1172b6 ; ἐπιστεύοντο ἃ ἔλεγον they were believed in what they said, D.32.4 ; πρόγνωσιν ἐπεπίστευντο were believed to possess foreknowledge, J.AJ17.2.4.3 c. inf., believe that, feel confident that a thing is, will be, has been, E.HF 146;ἀληθῆ εἶναι Pl.Grg. 524a
, cf. R. 450d; ; ; π. ὡς.., ὅτι .., X.Hier.1.37, Arist. Ph. 254a3, al.: the inf. is sts. omitted, τὰ μὲν οὐ πιστεύουσιν οἱ νέοι (sc. εἶναι or γεγονέναι) Id.EN 1142a19, cf. APr. 68b13, GA 716a7 :—[voice] Pass.,παρὰ Διὸς.. οἱ νόμοι πεπιστευμένοι ἦσαν γεγονέναι Pl.Lg. 636d
; πιστευθεὶς ἀληθεύσειν believed sure to.., X.An.7.7.25 ;ὁ ἥλιος.. πεπίστευται εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης Arist. de An. 428b4
; : without inf.,πιστευθείσης εἱμαρμένης αἴρεται πᾶσα νουθεσία Diog.Oen.33
, cf. 23.4 c. dat. et inf., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν to whom he trusted that they would keep silence, Hdt.8.110, cf. X.Cyr.3.3.55, Lys.19.54.5 have faith, Act.Ap.2.44, 19.18, etc.II π. τινί τι entrust something to another, τινὶ ἡγεμονίαν, χρήματα, X.Mem.4.4.17, Smp.8.36;τὰν ὠνὰν τῷ θεῷ GDI1684
, al. (Delph.);γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν.. βίον Men.Mon.86
; also :—[voice] Med., have entrusted to one, Berichte der russ. Akad. fuür Gesch. der materiellen Kultur4.82
(Olbia, ii/iii A.D.):—[voice] Pass., πιστεύεσθαί τι to be entrusted with a thing, have it committed to one, παρά or ὑπό τινος, Plb.3.69.1, Phylarch.24J., cf. Vett. Val.65.3: c. inf.,πιστευθέντας τοῖς ἐχθροῖς διαφθείρειν Arist.Pol. 1287a39
(nisi leg. πεισθέντας): c. gen.,πιστευθεὶς τῆς Κύπρου Plb.18.55.6
, cf. 6.56.13, D.S.12.15, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιστεύω
-
118 πολιτεύω
A- σω Th.1.19
, X.HG2.3.2:— to be a citizen or freeman, live in a free state, Th.2.46, 3.34,4.114, X.An.3.2.26;οἴκοι π. SIG306.21
(Tegea, iv B. C.);π. παρά τισι X.HG1.5.19
; πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ, = μετοικῶν, Schwyzer 425.5 (Elis, iii/ii B.C.); κατὰ νόμους π., opp. monarchy, Plb.4.76.2: more freq. in [voice] Med., v. infr.2 have a certain form of government, administer the state,κατ' ὀλιγαρχίαν π. Th.1.19
, 3.62;π. ὥσπερ εἰώθεσαν Id.4.130
;κατὰ τὰ ἴδια κέρδη π. Id.2.65
;πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος X.HG1.4.13
;ἐλευθέρως τὰ πρὸς τὸ κοινὸν π. Th.2.37
:—[voice] Pass., of the state, to be governed,τὰς εὖ -ευομένας πόλεις Isoc.6.35
, cf. Pl.R. 427a, etc.;ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ -ευθείη X. Mem.4.4.16
; τὰ πεπολιτευμένα αὐτοῖς the measures of their administration, D.1.28;τὰ κοινῇ πεπ. Id.18.8
, cf. Isoc.16.45, etc.b [voice] Pass., in Law, to be customary,τὸ μέχρι νῦν -ευόμενον Just.Nov.73.8.2
, cf. 52 Praef.; ἡ -ευομένη τῆς ἀρτάβης (sc. τιμή) customary price, PGiss. 105.7 (v A.D.).3 [voice] Pass., to be made a citizen,τοὺς ἐπὶ Τέλωνος πολιτευθέντας D.S.11.72
.B most freq. in [voice] Med., [tense] fut.πολιτεύσομαι Ar.Eq. 1365
, X.Ath. 3.9: [tense] aor.ἐπολιτευσάμην And.2.10
, D.18.207; also [voice] Pass.ἐπολιτεύθην Th.6.92
, Lys.26.5, ([etym.] ἐν-) Isoc.5.5, etc.: [tense] pf.πεπολίτευμαι Lys.25.10
, D.13.35, etc.:—like the [voice] Act., live as a free citizen, chiefly in Prose (once in E. (v. infr.), twice in Ar. (v. infr.));π. μεθ' ὑμῶν And.
l. c.;ἐν δημοκρατίᾳ X.Cyr.1.1.1
, etc.; ; opp. μετοικέω, Lys.12.20;ἐν εἰρήνῃ X.HG2.4.22
;ἀδίκως πρὸς τοὺς ἄλλους π. Lys.14.42
;εἰ πένης.. λαὸς πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ E.Fr.21
.II take part in the government, Critias 45 D., Th.2.15 (as v.l.), Nausiph.2, Hyp.Eux.27, D.18.18; meddle with politics, Pl.R. 561d; opp. ἰδιωτεύειν, Aeschin.1.195; hold public office, show public spirit, IG4.858 (Methana, cf. Glotta14.78), SIG850.14 (Epist. Antonini Pii), etc.2 c. acc., administer, govern, ;τὰ καθ' αὑτοὺς πολιτεύεσθαι D.10.74
;ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι Id.18.4
; οὐ τὰ βέλτιστα π. ib.207; π. πόλεμον ἐκ πολέμου make perpetual war the principle of government, Aeschin.2.177: abs., conduct the government, Ar.Eq. 1365;κατὰ συμμορίας D. 2.29
;διὰ τοὺς ἀδίκως -ομένους ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δημοκρατία γίγνεται Lys.25.27
; ; οἱ πολιτευόμενοι the ministers, Id.3.30, 24.157.III have a certain form of government,τοὺς ἄριστα τῶν ἄλλων πολιτευομένους Isoc.3.24
;ἡμῶν ἐγγὺς π. Pl.R. 568b
; κατὰ τὰ πάτρια π. Decr. ap. And.1.83; οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι, i. e. those living in an oligarchy or a tyranny, Aeschin.1.5.IV serve as curialis, Mitteis Chr. 97i18 (iv A. D.), PLips. 62i2 (iv A. D.), POxy.2106.19 (iv A.D.), etc.V in Law, execute according to custom,διαθήκας Just.Nou.66.1
Intr.VI deal with, in private affairs,ἀλλήλοις PHib.1.63.11
(iii B. C.);πρὸς [τοὺς θεοὺς] ὁσίως καὶ δικαίως UPZ144.14
, cf. 110.78 (ii B.C.), LXX 2 Ma.11.25, Aristeas 31, Act.Ap.23.1;π. πᾶσαν πολιτείαν κατὰ τὸν ἰουδαϊσμόν BCH56.293
(Stobi, i/ii A. D.); behave, Ep.Phil.1.27.b metaph., arrange, bring about, συνοδίαν, γάμον, Charito 1.1, 2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεύω
-
119 συμπολιτεύω
A live as fellow-citizens or members of one state, τισι with others, Th.6.4, 8.47,73; νόμοις τοῖς αὐτοῖς Χρῆσθαι καὶ ς. X.HG 5.2.12, cf. IG9(1).32.6 (Stiris, ii B.C.):—[voice] Med. συμπολιτεύομαι, Lys. 9.21, IG42(1).59.12 (Epid., iii B.C., prob.), Epicur.Sent.38, etc.;θεοῖς καὶ ἀνθρώποις Phld.Piet.14
; μηδενί with no one, D.Prooem.21;μετὰ τῶν Ἀχαιῶν Plb.22.8.9
; οἱ συμπολιτευόμενοι one's fellow-citizens, Isoc.3.4, 12.29;ὁ δῆμος καὶ οἱ -πολιτευόμενοι Ῥωμαῖοι Supp.Epigr.6.646
(Adalia, i B.C.), cf. OGI143.6 (Cyprus, ii B.C.);σ. καὶ κοινωνεῖν πόλεως Arist.Pol. 1324a15
: metaph.,τὰ σύντροφα καὶ συμπολιτευόμενα ἀδικήματα Plu.Cat.Mi.47
.2 hold public office jointly with, IG42(1).642 (Epid.):—[voice] Med., c. dat., ib.5(1).551.6 (Sparta, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπολιτεύω
-
120 σφέτερος
A their own, their, Il.17.287, Od.1.274, al., Hes. Th. 155, Pi.P.10.38; strengthd., ; rare in Com., Ar.Ra. 1464, Fr. 350; in Prose the gen. ἑαυτῶν is commonly used, but σφέτερος also occurs, Th.3.95, 7.1, IG12.29.6, 57.46, Pl.Euthd. 304c; τὰ ς. their own property, Th.2.20, X. HG5.3.12;ὅσοι τὰ σ. φρονοῦντες.. περιῆσαν Th.3.68
, cf. X.HG7.5.5; τὸν ς. (sc. φόβον) their own (fear), Th.6.36; τὸ σ. αὐτῶν their own business, Pl.Sph. 243b; τὸ σ. αὐτῶν συμφέρον their own interest, Arist.Pol. 1296a36; ἀπὸ τῆς σ. αὐτῶν (sc. χώρας) X.Ath.2.5, cf. IG12(1).977.16 (Carpathos, iv B.C.); νόμοις χρῆσθαι τοῖς σ. αὐτῶν ib.22.1.15; οἱ ς. their own people, Th.6.71, X.HG2.4.18.2 also of the [ per.] 3rd pers. sg., his or her own, his, her, for ἑός, ὅς, Hes.Sc.90, Pi.O.13.61, P.4.83, A.Ag. 760 (lyr.), Pers. 900 (lyr.), and in later Prose, Plb.7.14.3, etc.II sts. also used of other persons:1 of [ per.] 2nd pl., = ὑμέτερος, your own, your, Il.9.327 (sed leg. μαρναμένοις), Hes.Op.2, A.R.4.1327, AP9.134; cf.σφεῖς B. 111
.b of [ per.] 2nd dual, Alcm.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφέτερος
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
υποθέατρος — ον, Α (μόνον η αιτ. πληθ. τού αρσ.) ὑποθεάτρους (κατά τον Πολυδ.) «αὐλοὺς τοὺς ἐπὶ τοῑς νόμοις τοῑς αὐλητικοῑς ἐκάλεσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. τού τ. σε ὑπότρητος] … Dictionary of Greek
MANUARIAE Sellulariaeque Artes — a civibus Romanisolim non exercebantur, teste Dionysiô l. 2. et 9. Apud Athenienses vero, quos universos Theseus divisit in Ε᾿υπατρίδας, qui coeteros dignitate antistabant, et Patricii dici possunt: Γεωμόρους, quirurihabitantes agros colebant: et … Hofmann J. Lexicon universale
αθυρόνομος — ἀθυρόνομος, ον (Α) αυτός που παίζει με τον νόμο, που τόν χρησιμοποιεί ή τόν ερμηνεύει αυθαίρετα «ὡς ἔτυχε χρώμενος τοῑς νόμοις κατὰ τὸ δοκοῡν ἤκατὰ τὴν περίστασιν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω (= παίζω) + νόμος] … Dictionary of Greek
πειθαρχικός — ή, ό / πειθαρχικός, ή, όν, ΝΑ [πείθαρχος] αυτός που υπακούει με προθυμία στους νόμους, στις αρχές, στους κανόνες, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθαρχικός στρατιώτης» β. «πειθαρχικὸς τοῑς νόμοις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Dictionary of Greek
πολύδικος — ον, Α φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] … Dictionary of Greek
συναπολογούμαι — έομαι, Α 1. απολογούμαι από κοινού ή υπερασπίζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον ή κάτι μαζί με κάτι άλλο («οἱ τούτῳ παριόντες... συναπολογήσονται», Δημοσθ.) 2.φρ. «συναπολογοῡμαι τοῑς νόμοις» υπερασπίζω τον εαυτό μου υπερασπίζοντας το κύρος τών… … Dictionary of Greek
АВТОНОМ — [греч. αὐτόνομος самостоятельный] († 313), сщмч. Вифинский (пам. 12 сент.). Согласно житию, составленному при имп. Юстине I (518 527) на основе более ранних преданий, А. был епископом в г. Пренесте (совр. Палестрина); в гонение при Диоклетиане он … Православная энциклопедия
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español