-
1 υπαγωγή
ὑπαγωγῆι, ὑπαγωγεύςtool for shaping and adjusting bricks: masc dat sg (epic ionic)ὑπαγωγήleading on gradually: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ὑπαγωγῇ
ὑπαγωγῆι, ὑπαγωγεύςtool for shaping and adjusting bricks: masc dat sg (epic ionic)ὑπαγωγήleading on gradually: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 υπαγωγή
-
4 ὑπαγωγή
-
5 υπαγωγη
ἥ1) отход, отступление(διώξεις τε καὴ ὑπαγωγαί Thuc.)
2) подведение вперед, продвижение(τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
3) хитрость, обман(Dem. - v. l. ἐπαγωγή)
4) приседание Arst. -
6 υπαγωγή
η отнесение, причисление (к чему-л.) -
7 υπαγωγή
[ипагоги] ουσ. Θ. распределение по классам, разрядам, классификация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπαγωγή
-
8 υπαγωγή
[ипагоги] ουσ θ распределение по классам, разрядам, классификация. -
9 ὑπαγωγή
ὑπᾰγωγ-ή, ἡ,A leading on gradually,τοῦ κυνηγεσίου X.Cyn.6.12
; leading on artfully, D.19.322 (v.l. ἐπ-, pl.), Poll.4.50, Phot.2 Gramm., introduction, use of a form, A.D. Synt.206.19.IV irrigation-channel, Sammelb.5126.25 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαγωγή
-
10 ὑπαγωγή
ὑπ-αγωγή, ἡ, (1) das Darunter-, Hinzu-, Hineinführen oder -bringen; das Anführen, Verlocken, die Täuschung; (2) das Abführen und Reinigen des Leibes; τῆς κοιλίας, Purgieren; (3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug -
11 υπαγωγή
ait olma, bağlı olma -
12 υπαγωγά
ὑπαγωγά̱, ὑπαγωγήleading on gradually: fem nom /voc /acc dualὑπαγωγά̱, ὑπαγωγήleading on gradually: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑπαγωγόςcarrying off downwards: neut nom /voc /acc pl -
13 ὑπαγωγά
ὑπαγωγά̱, ὑπαγωγήleading on gradually: fem nom /voc /acc dualὑπαγωγά̱, ὑπαγωγήleading on gradually: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑπαγωγόςcarrying off downwards: neut nom /voc /acc pl -
14 υπαγωγής
ὑπαγωγεύςtool for shaping and adjusting bricks: masc nom plὑπαγωγεύςtool for shaping and adjusting bricks: masc nom /voc plὑπαγωγήleading on gradually: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 ὑπαγωγῆς
ὑπαγωγεύςtool for shaping and adjusting bricks: masc nom plὑπαγωγεύςtool for shaping and adjusting bricks: masc nom /voc plὑπαγωγήleading on gradually: fem gen sg (attic epic ionic) -
16 υπαγωγαίς
-
17 ὑπαγωγαῖς
-
18 υπαγωγαί
-
19 ὑπαγωγαί
-
20 υπαγωγάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπαγωγή — leading on gradually fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… … Dictionary of Greek
υπαγωγή — η κατάταξη στη δικαιοδοσία κάποιου, κατάταξη σε κατηγορία, ταξινόμηση: Έγινε η υπαγωγή του επαγγέλματός μας στα ανθυγιεινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπαγωγῇ — ὑπαγωγῆι , ὑπαγωγεύς tool for shaping and adjusting bricks masc dat sg (epic ionic) ὑπαγωγή leading on gradually fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγωγαῖς — ὑπαγωγή leading on gradually fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγωγαί — ὑπαγωγή leading on gradually fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγωγήν — ὑπαγωγή leading on gradually fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
εξάρτηση — η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ] το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα νεοελλ. 1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση») 2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση 3.… … Dictionary of Greek
υπαγωγίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού υπαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαγωγή + επίθημα ίδιον] … Dictionary of Greek