-
1 τοίχος
-
2 τοῖχος
-
3 τοῖχος
1 wall χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.68 -
4 τοῖχος
τοῖχος, ὁ,A wall of a house or enclosure, abs., Od.2.342, Ar.V. 130, etc.; ἅπαντ' ἐρευνῶν τ. dub. in E.Hec. 1174;τ. δώματος Il.16.212
;μεγάροιο 18.374
, cf. Od.19.37; τ. καὶ θριγκοί (of the αὐλή) 17.267, cf. Hes.Op. 732;τὸν τῆς αὐλῆς τ. PEnteux.12.3
(iii B. C.); wall of a temple, IG12.372.51, al.; ;ἐν τοῖσι τ. ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί Ar.Ach. 144
, cf. Pl.Lg. 859a;εἰς τὸν τ. ἀντεγγραψάτω IG12.94.24
; νόμους ἀναγράφειν εἰς τοῖχον Decr. ap. And.1.84; κοινοὶ τ. party- walls, OGI483.101, al. (Pergam., ii A. D.);τοίχῳ προσιστάμενοι γυμνάζονται Gal.6.144
: of the side of a tent or hut, Il.9.219, 24.598, E. Ion 1158.b metaph., τοῖχε κεκονιαμένε, as a term of abuse, Act.Ap.23.3.2 pl., sides of a ship, Od.12.420, Thgn.674, E.Hel. 1573, Th.7.36, Theoc.22.12;τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ Luc.DMeretr.14.3
, cf. JTr.49.3 of other things, as the human body, εἰς ἀμφοτέρους τοίχους (by metaph. from a ship) E.Tr. 118 (anap.), cf. Luc. Asin.9; of a cup, Pherecr.143.2; of a vessel, Arist.Mete. 359a3; of a bath ([etym.] πύελος), Gal.15.709.4 prov., τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν 'to run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15, cf. Suid. s.v. δύο τοίχους; ὁ εὖ πράττων τ. 'the snug side of the ship', 'the right side of the hedge', Ar.Ra. 537 (lyr.);ἐς το'ν εὐτυχῆ τ. χωρεῖν E.Fr.89
. (Akin to τεῖχος, but used in a special sense; later = τεῖχος, LXX Is.25.12, prob. so in JHS24.39 ([place name] Cyzicus).) -
5 τοῖχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τοῖχος
-
6 τοῖχος
τοῖχος, ου, ὁ (Hom.+) wall, in denunciatory expression τοῖχε κεκονιαμένε whitewashed wall Ac 23:3 (since RSmend, Ezech. 1880, Ezk 13:10 is usu. compared here).—DELG s.v. τεῖχο. M-M. -
7 τοῖχος
-ου + ὁ N 2 6-31-29-7-10=83 Ex 30,3; Lv 5,9; 14,37(bis).39Cf. WEVERS 1990, 489; →NIDNTT -
8 τοίχος
wallΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τοίχος
-
9 τοίχω
τοί̱χω, τοῖχοςwall of a house: masc nom /voc /acc dualτοί̱χω, τοῖχοςwall of a house: masc gen sg (doric aeolic)——————τοί̱χῳ, τοῖχοςwall of a house: masc dat sg -
10 κονιάω
κονιάω pf. pass. ptc. κεκονιαμένος (Aesop, Fab. 121 P.=193 H. ἐν κεκονιαμένῳ οἴκῳ) (κόνις ‘dust, plaster’; Demosth. et al.; Michel 594, 96; SIG 695, 88. Pass. CIG I 1625, 16; Dt 27:2, 4; Pr 21:9) whitewash τοῖχος κ. a whitewashed wall Ac 23:3 (s. τοῖχος). τάφοι κ. whitewashed tombs Mt 23:27 (BMcCane, Is a Corpse Contagious? Early Jewish and Christian Attitudes toward the Dead: SBLSP ’92, 378–88) w. implicit satire: the Pharisees are unwittingly a source of defilement. GNaass 284, 153 (cp. Aesop, above).—KRengstorf, Rabb. Texte, 1. Reihe III ’33ff, p. 34f.—DELG s.v. κόνις. M-M. TW. -
11 μεσότοιχον
μεσότοιχον, ου, τό (the noun ὁ μεσότοιχος [μέσος, τοῖχος]= dividing wall in Eratosthenes: Athen. 7, 14, 281d; ins fr. Argos: BCH 33, 1909, 452 no. 22, 16.—But cp. an ins fr. Didyma: ABA 1911, 56 ln. 13 ἐπὶ τοῦ μεσοτοίχου, where μ. can just as well come fr. τὸ μεσότοιχον; this occurs in Vi. Aesopi W 75 P.; cp. Jos., Ant. 8, 71 ὁ μέσος τοῖχος; in PAmh II, 98, 9 μέρος μεσοτύχ(ων) οἰκιῶν, the ed. suggests the adj. form μεσοτοίχων) dividing wall τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ the barrier formed by the dividing wall between us Eph 2:14.—M-M. TW. -
12 τοίχε
-
13 τοῖχε
-
14 τοίχοι
-
15 τοῖχοι
-
16 τοίχον
-
17 τοῖχον
-
18 τοίχοιο
τοί̱χοιο, τοῖχοςwall of a house: masc gen sg (epic) -
19 τοίχοις
τοί̱χοις, τοῖχοςwall of a house: masc dat pl -
20 τοίχοισι
τοί̱χοισι, τοῖχοςwall of a house: masc dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
τοῖχος — wall of a house masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… … Dictionary of Greek
τοίχος — ο κατασκεύασμα από πέτρες, τούβλα κτλ. για περίφραγμα χώρου, ντουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοῖχε — τοῖχος wall of a house masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖχοι — τοῖχος wall of a house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖχον — τοῖχος wall of a house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισότοιχος — ἰσότοιχος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει τοιχώματα ή πλευρές ίσου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τοῑχος (< τοίχος), πρβλ. αργυρό τοιχος, μεσό τοιχος] … Dictionary of Greek
μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τοιχίο — το / τοιχίον, ΝΑ [τοῑχος] (υποκορ. τού τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι νεοελλ. 1. το μέρος τού τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου 2. η εξωτερική όψη τής θήκης τού ουραίου πυροβόλου όπλου 3. ενισχυμένος τοίχος που… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek