-
1 ὄρθιος
A straight up, steep, uphill, ;πάγοι S.Fr.89
; ;ὁδός X.An.1.2.21
, etc. ; ὄρθιον ἑτέραν (sc. ὁδὸν)ἐπορεύοντο Th.
l.c. ; ὄρθιον or πρὸς ὄρθιον ἰέναι march uphill, X.An.4.6.12, HG2.4.15 ; ἡ ἀρετὴ πρὸς ὄρθιον ἄγουσα leading by a steep path, Id.Cyr.2.2.24 ; πρὸς ὀρθίῳ on rising ground, opp. ἐν ἐπιπέδῳ, Id.HG6.4.14 ; κατὰ τοῦ ὀ. by a steep descent, Arr.An.1.1.8; τὰ ὄ. the country from the coast upwards, τὰ ἐς μεσόγαιαν φέροντα, Hdt.4.101.2 upright, standing,ὄ. ἦν τὰ γέρρα Id.9.102
;πύργοι E.Andr.10
; esp. of hair,ὀ. στῆσαι τρίχας S.OC 1624
; (lyr.), cf. E.Hel. 632 (lyr.) ; also ὄ. ἐφιστὰς τὸ οὖς pricking up the ear, Luc.Tim.23 ; of animals, rampant, Pi.P.10.36.II of the voice, high-pitched, shrill, ; ; , Ichn.40 ;ὀρθία σάλπιγγος ἠχώ E.Tr. 1266
: more freq. the neut. as Adv., ἤϋσε.. ὄρθια she cried aloud, Il.11.11 (not found elsewh. in Hom.) ;ἰάχησε δ' ἄρ' ὄρθια φωνῇ h.Cer.20
, cf. 432 ; so ὄρθιον ὤρυσαι, φωνεῖν, Pi.O.9.109, N.10.76 ;ὄρθιον ἀντηλάλαξε.. ἠχώ A.Pers. 389
;ἐσήμην' ὄρθιον σάλπιγγι E.Heracl. 830
.2 νόμος ὄ. a traditional melody of very high pitch (cf. Arist.Pr. 920b20), Hdt.1.24, Ar.Eq. 1279, etc.: pl.,ὀρθίοις ἐν νόμοις A. Ag. 1153
(lyr.); also ὁ ὄρθιος alone, Ar.Ach.16, etc., cf. Sapph.Supp. 20c.4 (p.78 Lobel);μελῳδία ὄ. Plu.2.1140f
.b ὄρθιος, ὁ, in Metre, the foot - - <*>, Aristid.Quint.1.16, cf. Plu.2.1140f, Bacch.Harm. 101.III in military language, formed in column, opp. in line or extended front,ὀ. ποιεῖσθαι τοὺς λόχους X.Cyr.3.2.6
, cf. An.4.8.10 ; προσβάλλειν ὀ. τοῖς λόχοις ib.4.2.11 ; ἄγειν τοὺς λόχους ὀ. bring them up in column, ib.4.3.17 ;προῆγεν [αὐτοὺς] ὀ. ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plb. 11.23.2
, cf. Polyaen.5.16.1.b of stones in building, engaged lengthwise in the wall, i.e. with only the short sides showing, headers (opp. stretchers)τιθέντας τοὺς λίθους ὀρθίους ἐν γύψῳ Ph.Bel.80.21
.IV generally, like ὀρθός, straight, opp. crooked,φλέψ Hp. Aph.5.68
, Gal.11.218 ;ἴχνος X.Cyn.6.14
,15 ;τάφροι Thphr.CP3.6.3
; opp.πλάγιος, κάλαμοι Aen.Tact.32.2
: metaph.,ἤθη ὄ.
straight-forwardness,Plu.
Sull.1 ;ὄ. καὶ αὐθέκαστος Id.Cat.Ma.6
.2 -ία, ἡ, latus rectum of a conic, Apollon.Perg.1.11, al.3 ὀ. διάμετρος conjugate diameter of a two-branched curve, Id.1Def.1, al.VI Ὄρθιος, epith. of Asclepius, IG42(1).459 (Epid.). -
2 διΐστημι
A set apart, separate,τοὺς λόχους Th.4.74
; ;διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς μέρη πολλά D.18.61
;ζῶντας ἡμᾶς οὐθὲν ἀλλήλων διέστησε Plu.Ant.84
:—[voice] Pass.,κίονες διεστάθησαν Callix.2
.2 set one at variance with another,τινά τινος Ar. V.41
, Th.6.77; δ. τὴν Ἑλλάδα divide it into factions, Hdt.9.2;δ. τοὺς πένητας ἀπὸ τῶν εὐπόρων D.H.9.17
.3 μέσας διαστήσας ἡμέρας δύο having left an interval of two days, Epigr.Gr.996.7, cf. BKT3.20.II more freq. in [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—stand apart, be divided, Il., mostly in [tense] aor. 2, 24.718, al.: once in [tense] impf. [voice] Med., θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, 13.29; yawning wide,S.
OC 1662;τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Hdt.7.129
; διεστῶτα, opp. ἡνωμένα, Chrysipp.Stoic.2.124, al.; ἔτους διεστῶτος after an interval of a year, SIG344.119 ([place name] Teos).b stand with legs apart, Luc.Ner.7.2 of persons, stand apart, be at variance,διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6
;εἴ τινές που διασταῖεν Th.1.18
; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, ib.15;κατὰ πόλεις διέσταμεν Id.4.61
;διεστηκότες εἰς δύο D.10.4
, cf. 18.18;ἐρίζειν καὶ διεστάναι Id.2.29
; simply, differ, be different,πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Pl.R. 550e
;πρὸς ἄλληλα Arist.Pol. 1256a29
, cf.Po. 1448a17;ἡ ἀριστοκρατία διέστηκεν ἀπὸ ταύτης πολὺ τῆς πολιτείας Id.Pol. 1289b3
; not homogeneous,Hp.
Aph.7.33.b of an army, retire, Plb.10.3.6.4 stand at certain distances or intervals, Hdt.2.66; of guards in a row, Id.3.72; of post-stations, Id.8.98; of soldiers,δ. κατὰ διακοσίους Th.4.32
; διάστηθι mark distances! a word of command, Ael. Tact.12.11: Geom., ἴσα ἀπ' ἀλλάλων διέστακεν are equi distant from one another, Archim.Aequil.1.6.III [voice] Med., sts. trans., separate,γεώδη γένη διϊστάμενοι Pl.Ti. 63c
: chiefly in [tense] aor. 1,δ. τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον
contrast,Id.
R. 360e; ἀράχνια, of spiders, spread, Theoc.16.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διΐστημι
-
3 πιλέω
A = πιλόω (which is rejected by EM672.12), compress wool, make it into felt, πιληθεὶς πέτασος a felt hat, AP6.282 (Theod.).II generally, compress, close up,πιλοῦντες ἑαυτούς Ar. Lys. 577
;πιλήσαντες τοὺς λόχους D.H.9.58
; make firm or solid, π. καὶ πυκνοῦν τὴν σάρκα, τὸ σῶμα, Gal.11.758,394;τρίψει.. π. τὸ δέρμα Id.6.417
:—[voice] Pass., to be close pressed,διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον Arist.Mete. 366b13
; χθὼν.. οὔπω πιληθεῖσα made solid, A.R.4.678; kneaded,APl.
4.333 (Antiphil.); to be condensed, [σελήνην] νέφος εἶναι πεπιλημένον Xenoph.
ap. Placit.2.25.4 ; of air, Hero Spir.1 Praef.; of a man,παγκρατιαστὴς ὑπὸ τῆς πυκνότητος σαρκῶν πεπιλημένος Ph.2.449
, cf. Porph.Chr.35 ; ἰσχνός, τὴν σάρκα πεπιλ. J.BJ6.1.6 ; τοῖς χείλεσι πιλουμένοις compressed, Sch.D.T.p.43 H.2 π. πουλύπουν pound a polypus so as to make it tender,πουλύπου πιλουμένου Ar.Fr. 191
;π. πλεκτάνας Eub.150.7
, cf. Arist. HA 622a16 ([voice] Pass.), Zen.3.24.3 metaph. in [voice] Pass., to be oppressed, overwhelmed,κακοῖς Hegesias
ap.D.H.Comp.18 ;τῷ θανάτῳ πεπιλημένος Agath.5.3
. -
4 ἀποδείκνυμι
ἀποδείκ-νῡμι (and [suff] ἀποδεικ-ύω X.Smp.8.20, Plb.7.14.3), [dialect] Ion. [suff] ἀποδεικ-δέκνῦμι GDI5653b14 (Chios, v B. C.), [tense] fut. -δείξω, [dialect] Ion. - δέξω:—A point away from other objects at one, and so:I point out, display, make known, whether by deed or word,σφι γνώμας Hdt.1.171
,al.;τάφους καὶ συγγένειαν Th.1.26
;ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων A.Ag. 727
;ἀρετήν Hyp.Epit.29
;τὰ τῆς τεχνης ἐξευρήματα Hp.Praec.9
; proclaim, τὴν ἡμέρην GDI l. c.;—[voice] Pass.,τῶν οῠρων ἀποδεχθέντων SIG134b22
(Milet., iv B. C.).2 bring forward, produce,μαρτύρια τούτων Hdt.5.45
;πολλοὺς παῖδας Id.1.136
, cf. S.OT 1405, Isoc.19.6, X.Cyr. 1.2.5;ἐπόχους 8.1.35
;ἀ. τρόπαια And.1.147
;χρήματα πλεῖστ' ἀ. ἐν τῷ κοινῷ Ar.Eq. 774
;μορφὴν ἑτέραν E.Fr.839.14
(v.l. ἐπέδειξεν): c. part., ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀ. produce him safe and sound, Hdt.3.130, cf. 134.5 appoint, assign,τέμενος ἀ. τινί Hdt.5.67
, 89;βωμόν τινι Id.7.178
;ἓν βουλευτήριον Th.2.15
; γῆς ὅρους ib.72; τὴν τρίτην ἀ. ἐκκλησίαν to fix, prescribe it, D.24.25:—[voice] Pass.,τοῖσί ἐστι χῶρος ἀποδεδεγμένος Hdt.1.153
; .b c. inf., κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια whence they appointed that they should receive.., X.An.2.3.14:—[voice] Pass., τοῖσι ἀποδεδέχθαι.. ἕλκειν (impers.) it had been appointed them to draw, Hdt.2.124.6 show by argument, prove, demonstrate, Ar.Nu. 1334, Arist.AP0.75b37, etc.;ἀ. σαφεῖς τὰς ἀποδείξεις And.2.3
;ἀ. ὡς.. Ar.V. 548
, Pl.R. 472d; ὅτι .. Id.Prt. 323c, etc.; πότερον.. ἢ .. Id.Alc.1.114b: c. dupl. acc., prove one so and so, , etc.;τοιούτους τινάς Hp.Decent.4
: folld. by part.,ἀ. λόγῳ.. οὐδὲν μετεόν Hdt.5.94
; ἀ. τινὰ λέγοντα οὐδέν make it evident that.., 7.17, cf. 2.133.II show forth a person or thing as so and so, hence:1 appoint, proclaim, create,ἀ. τινὰ στρατηγόν X.An.1.1.2
, al.: c. inf.,στρατηγὸν εῖναι Hdt.5.25
; ἀ. τούτους τὴν πόλιν νέμειν ib.29;ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ θεός 2 Ep.Thess.2.4
:—[voice] Pass., to be so created, Hdt.1.124, 162; ;ἀπεδέχθη εῖναι ἵππαρχος 7.154
;αὐτοκράτωρ ἀποδέδεικται POxy.1021.7
(i A. D.); ὕπατος ἀποδεδειγμένος, = Lat. consul designatus, OGI379.5 ([place name] Tiflis), etc.2 make, render, mostly with an Adj., ἀ. τινὰς μοχθηροτάτους make them finished rascals, Ar.Ra. 1011;ἀ. κρατίστους τοὺς λόχους X.Cyr.2.1.23
;γοργότερον ἀ. τὸν ἵππον Id.Eq.1.10
;ζῷον ἀγριώτερον Pl.Grg. 516b
: with a Subst.,γέλωτα ἀ. τινά Id.Tht. 166a
, cf. Phd. 72c: c. part., ;ἀ. τινὰς ἀλλοτρίους ὄντας Pl.Smp. 179c
:—[voice] Pass., πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι declared enemies, X.An.7.1.26, cf. D.23.200.3 represent as,ἀ. παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Hdt.2.143
, cf. Lys.32.17:— [voice] Pass., is represented, considered as..,Hdt.
1.136; οὐδὲ.. οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται have not been considered, admitted among.., 2.43:—these two last examples may be pass. usages of ἀποδέχομαι.4 c. inf., ordain a thing or person to be, X.Oec.7.30,Lac.10.7.B [voice] Med., show forth, exhibit something of one's own, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην deliver one's opinion, Hdt.1.170, 207, cf. Th.1.87; alsoἀ. μεγάλα ἔργα Hdt.1.59
, al.; ἀξιαπηγητότατα ib.16; οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ib. 174; ἀ. ἀρετάς display high qualities, Pi.N.6.49 (cf. supr. A. 1.2);πνεύματα εἰς ἄλληλα στάσιν.. ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1088
; of buildings and the like ,μνημόσυνα ἀ. Hdt.2.101
;χώματα ἀξιοθέητα 1.184
; οὐδεμίαν στρατηΐην ἀ. not to have any military service to show, 2.111:—[voice] Pass., ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ.. ἀποδεχθέντα Id. Prooem., cf. 9.27.2 [voice] Med. in act. sense, ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι had declared that.., X.An.5.2.9.C [voice] Pass., v. supr. 1.5, 11.1,2,3: [tense] aor. ἀπεδείχθην is always [voice] Pass., as Hdt.7.154; and so mostly [tense] pf. ἀποδέδειγμαι, 1.136, Antipho 2.4.10, X.An.7.1.26; but the part. of the latter is sts. [voice] Act., v. supr. B.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδείκνυμι
-
5 ἐπιτάσσω
A put upon one as a duty, enjoin, τι Hdt.5.111, S.OC 839, etc. ; τί τινι, asἐ. ἄεθλόν τινι Hdt.4.43
, cf. 1.155 ; ;ἐπιτάξαντος τᾷ πόλει Γαλλίου σῖτον καὶ Ἀνχαρίου ἱμάτια SIG748.25
(i B.C.) : c. dat. pers. et inf., order one to do,ἐ. τοῖσι μὲν πεζὸν στρατὸν..παρέχειν Hdt.4.83
, cf. 3.159, Ar.V. 69, And.3.11, etc.: rarely c. acc. et inf., enjoin or order that.., X.Lac. 5.8 ; with the case omitted,ἐ. ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Hdt.2.109
, cf. 137 : abs., impose commands, Th.1.140, al. ; τινί on one, S.Ant. 664:— [voice] Pass., accept orders, submit to commands,εἰ 'πιταξόμεσθα δή E.Supp. 521
;ἐπιταττόμενος Ar.V. 686
: c. inf.,οἱ ἐπιταττόμενοι γαμεῖν Pl.Lg. 925e
: c. acc. rei,ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε Th.1.140
; of things, to be ordered,ὁ στρατὸς ὁ -θεὶς ἑκάστοισι Hdt.6.95
; soΛακεδαιμονίοις..ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Th.2.7
s. v.l. ; orders given,Hdt.
1.115 ;τἀπιταχθέντα Pl.Ti. 20b
, al. ; ; dictated,Th.
1.141 : Math., τὸ ἐπιταχθέν what was prescribed, Euc.4.1, al. ; πλευρὰς ἔχον ὅσας ἄν τις ἐπιτάξῃ with as many sides as you please, Papp.290.26.2 use the imperative mood,εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν μῆνιν ἄειδε θεά.. τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησί,..ἐπίταξίς ἐστιν Arist.Po. 1456b16
; opp. κελεύειν, IG12.76.33.II place next or beside,[Σαγάρτιοι] ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.7.85
;ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς X.HG1.6.29
:—[voice] Med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ they had the cavalry placed next, Th.6.67.2 place behind,ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον Hdt.1.80
, cf. Pl.R. 471d ([voice] Pass.):—[voice] Med.,ἐπιτάξασθαι τῇ φάλαγγι λόχους X.An.6.5.9
:—[voice] Pass., , cf. Plu.Luc.31, Ael.Tact. 29.8, Arr.Tact.25.10 ;Ἀράβιοι ἔσχατοι ἐπετετάχατο Hdt.7.87
.b Gramm., place after, in [voice] Pass.,αὐτὸς πάσῃ ἀντωνυμίᾳ -τάσσεται A.D.Pron.34.10
, cf. Synt.138.23.3 set in command over,τινί Arr.An.1.24.1
:—[voice] Pass., οἱ ἐπιτεταγμένοι set as guards over the wagons, Th.5.72 ;ταῖς βασιλικαῖς ἐπιστολαῖς -ταχθείς Philostr.VS2.24.1
, cf. Jul.Or.2.63d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτάσσω
См. также в других словарях:
Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… … Dictionary of Greek
πανιλαδόν — Μ επίρρ. κατά στίφη ολόκληρα, με όλους τους λόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἰλαδόν] … Dictionary of Greek
Αιδώλιος λόχος — Ένας από τους λόχους που αποτελούσαν τον στρατό της αρχαίας Σπάρτης … Dictionary of Greek
λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… … Dictionary of Greek
Πανεπιστημιακή Φάλαγγα — Στην επανάσταση του 1862, η σύγκλητος του πανεπιστημίου της Αθήνας, αποφάσισε να οργανώσει σε στρατιωτικό σώμα τους φοιτητές, με σκοπό να τους αντιτάξει σε τυχόν απόπειρες βιαιοπραγιών. Μέσα σε 6 ημέρες, 600 οπλίτες φοιτητές, χωρισμένοι σε 5… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek