-
1 τοσονδε
эп. тж. τοσσόνδε adv. (на)столько жеτ. κενὸς νοῦ Soph. — настолько безумный;
ἐς τ. τοῦ χρόνου Soph. — до столь позднего возраста;ἐς τ. Soph. — столь долго;τ. χάρισαί μοι Plat. — окажи мне такую любезность;τ. οἶδα Plat. — насколько я знаю -
2 τοσοσδε
τοσήδε, τοσόνδε, эп. τοσσόσδε 3столь (же) (не)большой (великий), такой (же) (не)значительный, столь (же) (не)многочисленныйπελτασταὴ τοσοίδε Xen. — столько пельтастов;
ἀνέρ τ. τῷ χρόνῳ Plat. — человек такого же возраста;τοσοίδε ὄντες Xen. — будучи в таком (небольшом) количестве - см. тж. τοσόνδε -
3 επισπαω
1) тянуть, тащить, влечь(τινα κόμης Eur.; ἐπισπασθεὴς τῇ χειρί Thuc.; med. τινα Xen.)
θάλασσα ἐπισπωμένη Thuc. — отброшенные (подземным толчком) морские волны2) стягивать, затягиватьτέθνηκεν ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου Dem. — он умер, удавленный петлей
3) med. притягивать к себе(νόσον Arst.)
4) med. втягивать в себя(ὑγρότητα Arst.)
5) преимущ. med. привлекать, манить(ψυχήν Plat.; med.: τινα Arst.; ἐραστήν Luc.)
6) med. отпускать, отращивать себе(πώγωνα Luc.)
7) плотно притворять, затворять(θύραν Xen.)
8) навлекать(τοσόνδε πλῆθος πημάτων Aesch.)
; преимущ. med. навлекать на себя(βαρυτάτην ζημίαν Plat. ap. Plut.; ἔχθραν Anth.)
αὐτοφόνον τύμβον ἐ. Anth. — покончить жизнь самоубийством9) снискивать, приобретать, стяжать(κλέος Soph.; med. εὔνοιαν Polyb.)
10) med. извлекать(κέρδος Her.)
11) med. опрокидывать(ἅμαξαν Luc.)
12) med. увлекать, вовлекать(τινα εἰς αὑτοῦ βούλησιν Plat.; τινα ξυμφοραῖς ἑκόντας περιπεσεῖν Thuc.)
ἐ. τινα ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. — вызвать у кого-л. слезы на глазах;pass. — быть вовлекаемым (πολεμῆσαί τινι Dem.) -
4 κομπεω
1) звучать, звенеть, гудеть2) извлекать звук, стучать, ударятьχύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog.L. — покупая горшок, мы постукиваем (по нему)
3) хвастаться, высокомерно утверждать(ὡς σὺ κομπεῖς Eur.)
τοσόνδε κ. μῦθον Soph. — столь кичливо говорить;ὑψηλὰ κ. Soph. — безмерно хвастаться;ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. — (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается -
5 νικαω
1) побеждать(πυγμῇ, τινα μάχῃ Hom.; μάχῃ Eur.; ναυμαχίῃ Her.; κόσμον NT.)
ὅ νικήσας Hom. — победитель;ὅ νικηθείς Hom. — побежденный;2) выигрывать(μάχην, παγκράτιον Thuc.; νίκην Plat.; δίκην Eur.; πολλοὺς ἀγῶνας Plut.)
3) одерживать верх, получать перевес(ἔγχει, κάλλει Hom.)
πᾶσαν ἀρετέν νενικηκέναι Plat. — превзойти во всех добродетелях;ἥ νικῶσα βουλή Eur. — возобладавшее мнение;ἐκ τῆς νικώσης (sc. γνώμης) Xen. — согласно получившему перевес мнению;ν. γνώμῃ или γνώμην Her. — добиться перевеса своего мнения;ν. τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα Xen. — превзойти друзей в добрых делах4) перен. побеждать, подавлять(ἱμέρου νικώμενος Aesch.)
νικᾶσθαι ἡδονῇ Soph. — поддаться чувству радости;λόγοις φίλων νικᾶσθαι Soph. — уступить уговорам друзей;ἥ βία σε μηδαμῶς νικησάτω τοσόνδε μισεῖν Soph. — не позволяй чувству ненависти увлечь тебя до такой степени;μέ φόβος σε νικάτω φρένας Eur. — не поддавайся страху;νικᾶσθαι ξυμφορᾷ Eur. — быть сломленным несчастьем;ὑπὸ τῶν μεγίστων νικηθέντες Thuc. — под давлением мотивов первостепенной важности
См. также в других словарях:
τοσόνδε — τοσόσδε sufficient masc acc sg τοσόσδε sufficient neut acc sg τοσόσδε sufficient neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσόνδ' — τοσόνδε , τοσόσδε sufficient masc acc sg τοσόνδε , τοσόσδε sufficient neut acc sg τοσόνδε , τοσόσδε sufficient neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… … Dictionary of Greek
έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… … Dictionary of Greek
επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek