Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(πώγωνα

См. также в других словарях:

  • Πώγωνα — Πώγων beard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγωνα — πώγων beard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πώγων' — Πώγωνα , Πώγων beard masc acc sg Πώγωνι , Πώγων beard masc dat sg Πώγωνε , Πώγων beard masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώγων' — πώγωνα , πώγων beard masc acc sg πώγωνι , πώγων beard masc dat sg πώγωνε , πώγων beard masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • брада — БРАД|А (35), Ы с. 1.Нижняя часть лица, подбородок: възложи(т) наглавиѥ вьрхоу главы ѥго. и покрывъ до брады. ˫ако не видѣноу быти лицю. УСт XII/XIII, 273 об.; ѡполѣша власи на главѣ ми и на брадѣ. ПКП 1406, 161б. 2. Борода: не постригаите бра(д)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CUTIS — delicatulis olim sollicite curata, faciei inprimis. Hinc de Traiani delicatis Spartianus, saepe lini consuevisse, tradit; tum ad nitorem candoremque cutis conciliandum, tum ne cito barbati essent. Martialis vero de muliere, l. 10. Epigr. 68. v. 3 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MANUUM Gesticulatio ac Formatio ridicula — ad alios deridendos, indigitatur Tertulliâno de Pallio, c. 4. cum ait: Et acie figere, et manibus destinare et nutu tradere merito sit. Ubi tria haec iungit, Oculos, Manus, nutus. Sic Appuleius Metamorph. l. 3. Nec qui laverim qui terserim, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής …   Dictionary of Greek

  • ερυθροπώγων — ο αυτός που έχει ερυθρό πώγωνα (γένια), ο κοκκινογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Rothbart, όπως ονομάστηκε ο Φρειδερίκος Α’, αυτοκράτορας τής Γερμανίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»