Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(ὑγρότητα

См. также в других словарях:

  • υγρότητα — η 1. το να είναι κάτι υγρό: Η υγρότητα του νερού. 2. υγρασία: Η υγρότητα του κλίματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγρότητα — η / ὑγρότης, ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, ατος, ἁ, Α [ὑγρός] η ιδιότητα τού υγρού, η υγρή κατάσταση αρχ. 1. μτφ. α) ευκαμψία, ευλυγισία β) χαλαρότητα, αδυναμία («τοῡ ξίφους... δι ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», Πλούτ.) γ) (για πρόσ.) i) ήρεμη… …   Dictionary of Greek

  • ὑγρότητα — ὑγρότης wetness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγρότητ' — ὑγρότητα , ὑγρότης wetness fem acc sg ὑγρότητι , ὑγρότης wetness fem dat sg ὑγρότητε , ὑγρότης wetness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρασία — η / ὑγρασία, ΝΜΑ [υγράζω] η κατάσταση τού υγρού, υγρότητα νεοελλ. 1. (μετεωρ.) η ποσότητα τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα 2. (κλιματολ.) α) η ποσότητα τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων β) ο λόγος κατακρημνισμάτων εξάτμισης 3 …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHILYRA — I. PHILYRA Auctori Etymologici, φυτὸν ἔχον φλοιὸν βύβλωπα πυρῷ ὅμοιον, ἐξοὗ τοὺς ςτεφάνους πλέκουσι, planta est haebens corticem papyraceum, frumento similem ex quo coronas plectunt. Flexbilis enim, διὰ τὸ γλιχρὸν ἔχειν τὴν ὑγρότητα, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …   Dictionary of Greek

  • αναξηραίνω — (Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω) κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω νεοελλ. μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω αρχ. 1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό 2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.… …   Dictionary of Greek

  • δημός — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • εξικμάζω — ἐξικμάζω (Α) 1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῡ γεώδους», Αριστοτ.) 2. αποβάλλω υγρασία 3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.) 4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου 5. αναζητώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»