-
21 отдавать
отдавать, отдать 1) δίνω πίσω, επιστρέφω (вернуть ) 2) (помещать) βάζω, τοποθετώ 3) (посвящать) δίνω, αφιερώνω; \отдавать жизнь Ουσιάζω τη ζωή μου ◇ \отдавать якорь αγκυροβολώ, ρίχνω την άγκυρα* * *= отдать1) δίνω πίσω, επιστρέφω ( вернуть)2) ( помещать) βάζω, τοποθετώ3) ( посвящать) δίνω, αφιερώνωотдава́ть жизнь — θυσιάζω τη ζωή μου
••отдава́ть я́корь — αγκυροβολώ, ρίχνω την άγκυρα
-
22 подставить
-
23 поместить
поместить 1) (поставить) βάζω, τοποθετώ· \поместить статью в газету καταχωρώ (или δημοσιεύω) άρθρο 2) (поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει \поместиться 1) (уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι 2) см. помещаться* * *1) ( поставить) βάζω, τοποθετώпомести́ть статью́ в газе́ту — καταχωρώ ( или δημοσιεύω) άρθρο
2) ( поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει -
24 прибивать
-
25 разместить
разместить, размещать τοποθετώ, εγκαθιστώ· διανέμω (распределить) \разместиться (занять место) ταχτοποιούμαι, εγκαθιστώμαι* * *= размещатьτοποθετώ, εγκαθιστώ; διανέμω ( распределить) -
26 расположить
расположить τοποθετώ; \расположить по порядку ταχτοποιώ, ταξινομώ* * *расположи́ть по поря́дку — ταχτοποιώ, ταξινομώ
-
27 рассадить
рассадить, рассаживать 1) καθίζω· τοποθετώ 2) (растения) μεταφυτεύω* * *= рассаживать1) καθίζω; τοποθετώ2) ( растения) μεταφυτεύω -
28 расставить
-
29 селить
-
30 ставить
ставить 1) βάζω, τοποθετώ; \ставить что-л. на стол βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι; \ставить термометр βάζω το θερμόμετρο 2) (устанавливать) στήνω; \ставить памятник ανεγείρω μνημείο 3) театр, ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ ◇ \ставить диагноз κάνω διάγνωση; \ставить на голосование βάζω σε ψηφοφορία* * *1) βάζω, τοποθετώста́вить что-л. на стол — βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι
ста́вить термо́метр — βάζω το θερμόμετρο
2) ( устанавливать) στήνωста́вить па́мятник — ανεγείρω μνημείο
3) театр. ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ••ста́вить диа́гноз — κάνω διάγνωση
ста́вить на голосова́ние — βάζω σε ψηφοφορία
-
31 уложить
уложить 1) τοποθετώ; \уложить в постель βάζω στο κρεβάτι 2) (упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω; \уложить вещи δένω (или ετοιμάζω) τις αποσκευές* \уложить чемодан ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου 3) (сделать причёску): \уложить волосы χτενίζω τα μαλλιά \уложиться (уложить вещи ) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου* * *1) τοποθετώуложи́ть в посте́ль — βάζω στο κρεβάτι
2) ( упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύωуложи́ть ве́щи — δένω ( или ετοιμάζω) τις αποσκευές
уложи́ть чемода́н — ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου
3) ( сделать причёску)уложи́ть во́лосы — χτενίζω τα μαλλιά
-
32 усадить
-
33 устанавливать
устанавливать, установить 1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ* μοντάρω, συναρμολογώ (монтировать) 2) (определить) καθορίζω* διαπιστώνω* \устанавливать срок ορίζω προθεσμία* * *= установить1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ; μοντάρω, συναρμολογώ ( монтировать)2) ( определить) καθορίζω; διαπιστώνωустана́вливать срок — ορίζω προθεσμία
-
34 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
35 вкладывать
вкладыватьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω·2. эк. (средства) ἐπενδύω, τοποθετώ κεφάλαια·3. перен βάζω:\вкладыватьвсю ду́шу в работу βάζω ὀλη μου τήν ψυχή στή δουλειά. -
36 класть
кластьнесов1. θέτω, τοποθετώ, βάζω:\класть больного в больницу βάζω τόν ἀρρωστο στό νοσοκομείο· \класть деньги в банк τοποθετώ χρήματα στήν τράπεζα·2. (складывать, сооружать) χτίζω, οίκοδο-μῶ, στήνω:\класть печь χτίζω σόμπα· \класть фундамент βάζω τό θεμέλιο· ◊ \класть в основу βάζω σάν βάση· \класть на му́зыку μελοποιώ· \класть зубы на полку разг ψωμαζώ, σφίγγω τό ζωνάρι· \класть под сукно βάζω στό χρονοντούλαπο. -
37 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
38 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι. -
39 располагать
располагать Iнесов1. (иметь в своем распоряжении) ἔχω στή διάθεση μου, κατέχω, διαθέτω:\располагать деньгами διαθέτω χρήματα· \располагать временем διαθέτω καιρό· \располагать собой εἶμαι ἐλεύθερος· \располагать интересными фактами ἔχω στή διάθεση μου (или κατέχω) ἐνδιαφέροντα στοιχεία· \располагатьйте мной εἶμαι στή διάθεση σας·2. (намереваться, предполагать) уст. προτίθεμαι, ἔχω σκοπό, σκοπεύω.располагать IIнесов1. (в определенном порядке) τοποθετώ, \располагать по порядку τακτοποιώ, ταξινομώ· \располагать отряд в деревне τοποθετώ τό ἀπόσπασμα στό χωριό·2. (в чью-л. пользу) διαθέτω εὐνοϊκά:\располагать в свою пользу προσελκύω μέ τό μέρος μου· \располагать к себе παρασύρω, προσελκύω. -
40 расставить
расставитьсов, расставлять несов1. τοποθετώ, βάζω, στήνω:\расставить часовых τοποθετώ σκοπούς·, \расставить сети στήνω παγίδα· \расставить рабочую силу κατανέμω τους ἐργάτες· \расставить книги τακτοποιώ τά βιβλία·2. (раздвигать") ἀνοίγω, τεντώνω:\расставить но́ги ἀνοίγω τά πόδια·3. (платье и т. ἡ.) φαρδαίνω.
См. также в других словарях:
τοποθετώ — τοποθετώ, τοποθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τοποθετώ — έω, ΝΑ νεοελλ. 1. βάζω σε ορισμένη θέση («τοποθέτησα τη γλάστρα στο μπαλκόνι») 2. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω σε ορισμένη θέση («τόν τοποθέτησαν στο Υπουργείο Εξωτερικών») 3. (σχετικά με κεφάλαιο) κάνω τοποθέτηση αρχ. προσδιορίζω τη θέση ενός… … Dictionary of Greek
τοποθετώ — τοποθέτησα, τοποθετήθηκα, τοποθετημένος 1. βάζω κάτι στην κατάλληλη θέση: Τοποθέτησα τα βιβλία μου. 2. καθορίζω την υπηρεσία όπου θα υπηρετήσει υπάλληλος, αξιωματικός κτλ.: Τοποθετήθηκε στο Β Λύκειο Αρρένων. 3. διαθέτω χρήματα για κέρδος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρελιάζω — τοποθετώ (μούστο, τυρί κ.λπ.) μέσα σε βαρέλι … Dictionary of Greek
δερματιάζω — τοποθετώ (κυρίως) τυρί μέσα σε δερμάτινο ασκί για διατήρηση ή μεταφορά … Dictionary of Greek
εμπυρευματίζω — τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα … Dictionary of Greek
ενθηκεύω — τοποθετώ μέσα σε θήκη, περικλείω, περιβάλλω με θήκη … Dictionary of Greek
επιτεγίζω — τοποθετώ τις επιτεγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεγίζω (< τέγος «στέγη»)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροφωτίζω — τοποθετώ μηχανήματα και δίκτυο για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με σκοπό τον φωτισμό μιας περιοχής ή ενός χώρου, φωτίζω με ηλεκτρικό φως («ηλεκτροφωτίστηκε το χωριό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
μοστράρω — τοποθετώ, εκθέτω κάτι στη μόστρα, στη βιτρίνα, παρουσιάζω κάτι σε επίδειξη, επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostrare < λατ. monstrare «δείχνω»] … Dictionary of Greek
ξεπατηκώνω — τοποθετώ πάνω σε σχέδιο διαφανές φύλλο χαρτιού και τό αντιγράφω με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πατηκώνω] … Dictionary of Greek