-
1 вставить
вставить, вставлять βάζω; τοποθετώ, καταχωρώ (/гоме стить) \вставить стёкла в очки βάζω φακούς στα γυαλιά* * *= вставлятьβάζω; τοποθετώ, καταχωρώ ( поместить)вста́вить стёкла в очки́ — βάζω φακούς στα γυαλιά
-
2 поместить
поместить 1) (поставить) βάζω, τοποθετώ· \поместить статью в газету καταχωρώ (или δημοσιεύω) άρθρο 2) (поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει \поместиться 1) (уместиться) χωρώ, τοποθετούμαι 2) см. помещаться* * *1) ( поставить) βάζω, τοποθετώпомести́ть статью́ в газе́ту — καταχωρώ ( или δημοσιεύω) άρθρο
2) ( поселить) εγκαθιστώ, βάζω να κατοικήσει -
3 включать
включ||атьнесов1. εἰσάγω, προσθέτω, συμπεριλαμβάνω, ἐνσωματώνω, καταχωρώ:\включать в список καταχωρώ στον κατάλογο· \включать в состав συμπεριλαμβάνω στό προσωπικό· \включать в число συμπεριλαμβάνω·2. тех. θέτω σέ κίνηση, βάζω μπρος:\включать ток δίνω ρεῦμα, συνδέω μέ τό ἡλεκτρικό ρεῦμα· \включать свет ἀνάβω, ἀνοίγω τό φώς· \включать радио ἀνοίγω τό ραδιόφωνο· ◊ \включатьая... συμπεριλαμβανομένου..,, συμπεριλαμβανομένων... -
4 вносить
вноситьнесов·1. φέρ(ν)ω/ είσάγω (внутрь)/ ἀνεβάζω, κουβαλῶ ἀπάνω (наверх)·2. (платить) συνεισφέρω, καταθέτω·3. (включать, вписывать) καταχωρώ, ἀναγράφω, ἐγγράφω:\вносить в список καταχωρώ (или ἐγγράφω) στον κατάλογο·4. (проект, предложение и т. п.) καταθέτω, είσηγοῦμαι, κάνω, ὑποβάλλω, προτείνω:\вносить поправки κάνω τροποποιήσεις, ὑποβάλλω τροπολογίες· ◊ \вносить оживление δίνω ζωντάνια, ἐπιφέρω ζωηρότητά \вносить раздо́ры προκαλώ (или φέρνω) διχόνοια -
5 зачитывать
зачитывать Iнесов1. (оглашать) διαβάζω φωναχτά, ἀναγι(γ)νώσκω μεγαλο-φώνως·2. разг:\зачитывать книгу οίκειοποιοῦμαι (или ἰδιοποιούμαι) τό βιβλίο.зачитывать IIнесов1. λογαριάζω, καταχωρώ, καταλογίζω:\зачитывать долг καταχωρώ τό χρέος·2. (ставить зачет) βαθμολογώ στίς ἐξετάσεις. -
6 разносить
разносить Iнесов1. (доставлять) φέρ(ν)ω. μοιράζω, κουβαλώ, κομίζω·2. (счета, на карточки) καταγράφω, καταχωρώ:\разносить счета по книгам καταχωρώ στό κατάστιχο·3. (распространять) разг διαδίδω, διασπείρω, μεταδίδω, κυκλοφορώ (μετ.):\разносить заразу μεταδίδω μόλυνση· \разносить слухи διαδίδω φήμες·4. (уничтожать, разрушать) τσακίζω, σπάζω, κάνω κομμάτια·5. (разгонять, рассеивать) разг (δια)σκορπίζω·6. (разбранить) разг κατσαδιάζω.разносить IIсов см. разнашивать. -
7 приходовать
-дую, -дуешьρ.δ.μ. καταχωρώ (έσοδα, ποσά)•приходовать поступающие суммы καταχωρώ τα εισερχόμενα ποσά.
-
8 вносить
1. (включать, вписывать) καταχωρώ, εγγράφω 2. (платить, делать взнос) συνεισφέρω, καταθέτω, πληρώνω 3. (проект, предложение и т.п.) καταθέτωεισηγούμαιυποβάλλω, προτείνω4. (удобрения) ρίχνω/ρίπτω (λιπάσματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вносить
-
9 вписывать
1. мат. εγγράφω 2. (встав-лять дополнительно, делать записи в чем-л.) καταχωρίζω, καταχωρώ, εγγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вписывать
-
10 выдавать
1. (сигнал) παράγω, δίνω 2. (отпускать, поставлять, возвращать) δίνωπαραδίνω3. (на-гора) παράγω 4. (рас-пределять) μοιράζω 5. (патент, лицензию и т.п.) καταχωρώ, παραχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдавать
-
11 зарегистрировать
εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ, πρωτοκολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарегистрировать
-
12 поместить
1. (расположить где-л.) τοποθετώ, θέτω, εγκαθιστώ, καταχωρώ 2. (отдать для хранения, использования) βάζω, καταχωρίζω 3. (опубликовать где-л.) δημοσιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поместить
-
13 провести
1. (через что-л.) περνώ, οδηγώ 2. (проложить, соорудить, построить) περνώ, κατασκευάζω 3. (прочертить, обозначить) χαράζω, χαράσσω, τραβώ 4. (добиться принятия,утверждения чего-л.) προβάλλω, προτείνω,καταχωρώ, περνώ 5. (осуществить, произвести что-л.) πραγματοποιώ, κατασκευάζω,φτιάχνω, εγκαθιστώ 6 (прожить какое-л.время где-л.) περνώ, ζω, διαβιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провести
-
14 проводить
1. (возглавлять) οδηγώ, καθοδηγώ, ηγούμαι 2. (осуществлять) εκτελώ, διενεργώ, διεξάγω 3. (строить, прокладывать) κατασκευάζω, εγκαθιστώ 4. (чертить) χαράσσω, χαράζω 5. (чем-л. по чему-л.) περνώ 6. (вести) οδηγώ, φέρω 7. физ. (тепло и т.п.) μεταβιβάζω 8. (бухг.) εγγράφω, καταχωρίζω, καταχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводить
-
15 сохранять
1. (оставлять в прежнем, неизменном виде) φυλάγω, φυλάττω, διατηρώ, διαφυλάσσω 2. (содержимое и т.п.) καταχωρώ, σώζω, σώνω 3. (документы, ведомости и т.п.) διασώζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сохранять
-
16 вписать
вписатьсов, вписывать несов1. ἐγγράφω, (παρ)εισάγω (вносить в текст)/ ἀναγράφω, καταχωρώ (включать в спи-°ок)·2. мат ἐγγράφω. -
17 заносить
заносить Iнесов1. (приносить) φέρνω κάπου, κουβαλὤ2. (болезнь) μεταφέρνω, φέρνω·3. (вносить, записывать) (κατά) γράφω, σημειώνω, καταχωρώ:\заносить в протокол (κατα)γράφω στά πρακτικά· \заносить на доску почета γράφω στον πίνακα τιμής·4. безл:дорогу часто заносит снегом ὁ δρόμος συχνά σκεπάζεται ἀπό χιόνι·5. (поднимать) σηκώνω:\заносить ру́ку σηκώνω τό χέρι· \заносить ногу в стремя βάζω τό πόδι στή σκάλα τής σέλλας.заносить IIсоз. см. занашивать. -
18 зачислить
зачислитьсов, зачислять несов1. (в счет платы и т. п.) περνάω (или βάζω) στό λογαριασμό, καταλογίζω·2. (вносить в список) καταχωρώ, ἐγγράφω / κατατάσσω (в армию):\зачислить в институ́т ἐγγράφω στό Ινστιτούτο· \зачислить в штат προσλαμβάνω στό προσωπικό. -
19 каталогизировать
каталог||изи́роватьсов и несов καταγράφω, καταχωρώ σέ κατάλογο. -
20 помещать
помеща||тьнесов1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:\помещать книги на по́лку βάζω τά βιβλία στό ράφι· \помещать статью в газету καταχωρώ, δημοσιεύω ἄρθρο·2. (капитал) ἐπενδύω / καταθέτω (в банк, в сберкассу)·3. (поселить) ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει:\помещать гостя в свободную комнату βάζω τόν μουσαφίρη στό ἐλεύθερο δωμάτιο.
См. также в других словарях:
καταχωρώ — (Α καταχωρῶ, έω) νεοελλ. καταχωρίζω* αρχ. 1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι 2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα χωρώ, υπο χωρώ] … Dictionary of Greek
ακαταχώρητος — η, ο ακαταχώριστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ακαταχώρητος χρησιμοποιείται ενίοτε αντί τού ορθού τ. ακαταχώριστος* από το ρ. καταχωρίζω. Σημειώνεται ότι στη Νέα Ελληνική ρήμα καταχωρώ που θα δικαιολογούσε τ. ακαταχώρητος δεν υπάρχει] … Dictionary of Greek
καταχώρεση — καταχώρεση, ἡ (Μ) [καταχωρώ] υποταγή, υποχώρηση … Dictionary of Greek
καταχώρηση — η [καταχωρώ] η καταχώριση* … Dictionary of Greek
πιστοχρεώνω — Ν καταχωρώ, περνώ στα λογιστικά βιβλία κονδύλια, χρηματικά ποσά χρεώνοντας ή πιστώνοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη / πίστ ωση + χρεώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καταχωρίζομαι — καταχωρίζομαι, καταχωρίστηκα, καταχωρισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταχωρίζω — καταχωρίζω, καταχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής