-
1 οργανώνω
[органоно] р. организовывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οργανώνω
-
2 устраивать
устраива||тьнесов1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:\устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:\устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:\устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά. -
3 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
4 организовать
организоватьсов, организовывать несов1. (основывать) ὁργανώνω, διοργα· νώνω, συγκροτώ·2. (подготавливать, налаживать, сплачивать) ὁργανώνω·3. (упорядочивать) ὁργανώνω, ρυθμίζω:организовать свой труд ρυθμίζω τήν δουλειά μου. -
5 организовать
-зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. οργανώνω συγκροτώ•организовать спортивное общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο•
организовать комитет συγκροτώ επιτροπή.
|| μτφ. (προ)ετοιμάζω.2. διοργανώνω.3. τακτοποιώ, διευθετώ•организовать свой труд οργανώνω την εργασία μου.
1. οργανώνομαι.2. διοργανώνομαι.3. τακτοποιούμα ι, διευθετούμαι,. -
6 устроить
устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -оρ.σ.μ.1. χτίζω• ιδρύω•устроить школу χτίζω σχολείο.
2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•устроить выставку οργανώνω έκθεση•
устроить концерт οργανώνω συναυλία•
устроить спектакль συστήνω θέαμα.
|| στήνω•устроить засаду στήνω ενέδρα.
4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•
устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.
|| δημιουργώ•устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•
устроить сцену δημιουργώ σκηνή•
устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).
|| βάζω•устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•
устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.
|| εξασφαλίζω, παρέχω.5. ικανοποιώ•это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.
1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•
дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.
2. βολεύομαι•устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.
|| τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•
устроить на работу πιάνωδούλειά.
-
7 организовать
организовать, организовывать οργανώνω· δημιουργώ (основывать)* * *= организовыватьοργανώνω; δημιουργώ ( основывать) -
8 образовывать
образовывать Iнесов σχηματίζω, ὁργανώνω, συγκροτώ:\образовывать комиссию συγκροτώ (или σχηματίζω) ἐπιτροπή· \образовывать партизанский отряд ὁργανώνω παρτιζάνικο τμήμα.образовывать IIнесов (обучать) ἐκπαιδεύω, μορφώνω. -
9 обставить
обставитьсов, обставлять несов1. (вокруг) περιβάλλω, περιστοιχίζω, τοποθετώ γύρω γύρω·2. (меблировать комнату и т. п.) ἐπιπλώνω·3. (организовать) προετοιμάζω, ὁργανώνω:торжественно \обставить встречу ὁργανώνω μέ ἐπισημότητα τήν ὑποδοχή·4. (обмануть) разг ἀπατῶ, ἐξαπατῶ. -
10 обставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.2. επιπλώνω•обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.
|| εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.
4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.6. (εξ)απατώ.1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.2. επιπλώνομαι. -
11 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
12 образовывать
1. (создавать, вызывать появление) σχηματίζω, διαμορφώνω 2. (основывать, организовывать) οργανώνω, συγκροτώ, δημιουργώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > образовывать
-
13 организовать
1. (основать, учредить) οργανώνω, εγκαθιδρύω, ιδρύω 2. (подготовить, устроить) διοργανώνω 3. (внести порядок, планомерность) τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > организовать
-
14 поездка
το ταξίδι, η εκδρομήдата - и ημερομηνία - ού, организовать - у οργανώνω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поездка
-
15 семинар
το σεμινάριο (ξεν.)участвовать в - е συμμετέχω στο -, παίρνω μέρος στο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > семинар
-
16 собрание
1.(заседание) η συνέλευση, η συγκέντρωση 2. (коллекция, свод) η συλλογή- законов - νόμων, ο κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собрание
-
17 торги
η δημοπρασία, οι διαπραυματεύ-σειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торги
-
18 устанавливать
1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать
-
19 устраивать
1. (оборудовать, приспосабливать для чего-л.) κατασκευάζω 2. (организовывать, планировать, осуществлять) οργανώνω, ρυθμίζω, διαρρυθμίζωκανονίζω* - выставку - την έκθεση3. (приводить в порядок, налаживать) τακτοποιώ, ρυθμίζω 4.(помещать определять куда-л.) βάζω, τακτοποιώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устраивать
-
20 формировать
1. (придавать форму, вид) (δια)μορφώνω 2. (организовывать, составлять) οργανώνω, δημιουργώ, σχηματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формировать
См. также в других словарях:
οργανώνω — οργανώνω, οργάνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οργανώνω — (Α ὀργανῶ, όω) [όργανον] εφοδιάζω με τα αναγκαία μέσα και όργανα, δίνω οργάνωση σε κάτι νεοελλ. 1. συστηματοποιώ τα μέρη ενός συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά και αρμονικά 2; προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση ή επιχείρηση … Dictionary of Greek
οργανώνω — οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος 1. τακτοποιώ τα μέρη ενός συστήματος, ώστε τούτο να λειτουργεί κανονικά: Προσπαθώ να οργανώσω την επιχείρηση, την υπηρεσία, το στρατό. 2. μέσ., οργανώνομαι εντάσσομαι σε ομάδα ή οργάνωση: Πολλοί νέοι σήμερα είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιοργανώνω — διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διοργανώνω. ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ ( όω), ούμαι,… … Dictionary of Greek
αντεξάγω — (AM ἀντεξάγω) νεοελλ. κάνω εξαγωγές επιδιώκοντας ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. μσν. αντιτίθεμαι·|| αρχ. 1. εξάγω προϊόντα 2. οργανώνω εκστρατεία για ν αντιμετωπίσω επίθεση 3. αντιμάχομαι, αντιπαλεύω … Dictionary of Greek
γεροδένω — 1. δένω στερεά 2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω 3. (μτχ.) γεροδεμένος, η, ο α) (για πράγματα) στερεός β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καταρτίζω — (AM καταρτίζω) παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά») νεοελλ. ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α … Dictionary of Greek
κοιρανώ — κοιρανῶ, έω (Α) [κοίρανος] 1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.) 2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.) 3. είμαι κύριος κάποιου 4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζω … Dictionary of Greek
κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… … Dictionary of Greek