-
61 βαθύς
βαθύς, εῖα, ύ, tief, hoch, zunächst von der räumlichen Ausdehnung, von Hom. an überall; auch wie bei uns von der der Front entgegenstehenden Ausdehnung, φάλαγξ, eine tiefe Schlachtordnung, Xen. Hell. 2, 4, 24. 4, 2, 7; Pol. 1, 33 u. Folgde; ähnlich werden erkl. βαϑέα ἄγκεα, Il. 20, 490, tief sich hinein erstreckende Thäler, auch αὐλή 5, 142; ἠιών 2, 92. Von tiefen Wnnden, πληγή Luc. Nigr. 35; τομή Plut. san. tu. p. 393. Uebertr., a) anknüpfend an ἄμαϑος βαϑεῖα, tiefer Sand, Il. 5, 587, drückt es alles Roichliche aus, dicht, dick; νειὸς βαϑεῖα 10, 353, mit einer dicken Schicht Fruchterde, also fruchtbar; vgl. β. γῆ Eur. Andr. 637; χώρα Plut. Caes. 39; λήιον Il. 11, 560 u. öfter, wie Hes. Th. 107, was erklärt wird ὑψηλοὺς καὶ εὐτραφεῖς ἔχον στάχυας; ὕλη Il. 5, 555; λειμών Aesch. Prom. 665; χλόα Eur. Hipp. 1138; σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ, hohes Getreide, Xen. Hell. 3, 2, 17; ποία Add. ep. 3 (VI, 228); τρίχες Xen. Cyn. 7, 8; πώγων Luc. Pisc. 41; κλῆρος, reich, Pind. Ol. 13, 60; ἄνδρες, reiche Leute, Xen. Oec. 11, 10; οἶκος Callim. Cer. 114; πλοῠτος Ael. V. H. 3, 18; Μίδεω βάϑιον πλουτεῖν, reicher als Midas sein, Tyrt. 3, 6; βαϑὺ χρέος, tiefe Schuld, Pind. Ol. 6, 3; κλέος, reicher, großer Ruhm, Pind. Ol. 7, 53; βαϑὺ ἐσϑλόν, tiefgegründetes Glück, 12, 12. – b) von Zeitbestimmungen, ὄρϑρος, hoher Morgen, Plat. Crit. 43 a; Ar. Vesp. 216 u. Sp.; νύξ, tiefe Nacht, Luc. Asin. 34; ἑσπέρα Paus. 4, 18, 3; γῆρας, spätes Alter, Leon. Tar. 71 (VII, 163); vgl. Ar. Nub. 512 προήκων ἐς βαϑὺ τῆς ἡλικίας. – c) auf den Geist übertr., klug, weise, ernst, wie unser Geistestiefe, φρήν Il. 19, 125; Pind. N. 4, 8; μέριμνα Ol. 2, 60; φροντίς, μηχανή. Aesch. Suppl. 402. 934; ἤϑεα βαϑύτερα Her. 4. 95, wie Plat. Legg. XI, 930 a, ernstere Sitten; βαϑὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 59); so Sp., βαϑεῖς ταῖς ψυχαῖς Pol. 6, 24; τὴν παιδείαν βαϑύς Luc. Salt. 81; Suid. erkl. βαϑύς durch πονηρός aus Men. – d) folgende Uebertragungen schließen sich auch mehr od. weniger ans Deutsche an: λαῖλαψ, heftiger Sturm, Il. 11, 306; ἀήρ, dicke Luft, Od. 9, 144; κίνδυνος Pind. P. 4, 207; τέρψις Soph. Ai. 1179; ἀνάπνευσις Plat. Tim. 92 a; ὕπνος Luc. D. mar. 2, 3; σιγή Tox. 36; εἰρήνη Posid. 18 (VII 170); χρόα, tiefdunkel, Ael. N. A. 3. 17. – Compar. βαϑύτερος, p. auch βαϑίων; bei Theocr. 5, 43 ist in βάϑιον ι kurz; dor. βάσσων, Epicharm.; Superl. βαϑ ύτατος u. p. βάϑιστος. – Adv. βαϑέως, z. B. κοιμᾶσϑαι Theocr. 8, 66.
-
62 ἐγ-γώνιος
ἐγ-γώνιος, einen Winkel bildend; λίϑοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, winkelrecht zugehauen, Thuc. 1, 93; Hippocr. u. Sp.
-
63 αιμοδιψος
-
64 ανατομη
-
65 αποτομη
ἥ1) отрезание, отрубание(χειρῶν Xen.)
2) отрезок, часть Plat., Arst.3) расщепление, разветвление(τῶν φλεβίων Arst.)
4) перекресток, распутье Polyb. -
66 βαθυς
1) глубокий(τάφρος, ἅλς Hom.; τομή Plut.; πληγή Luc.)
; глубокий, т.е. образующий высокие кучи(ἄμαθος Hom.; τέφραι Plut.)
β. πτῶμα Aesch. — падение с большой высоты2) обнесенный высоким забором(αὐλή Hom.)
3) глубоко вдающийся, образующий глубокую бухту(ἠϊών Hom.)
,4) вытянутый в глубину(φάλαγξ Xen.)
5) плотный, густой(ἀήρ Hom.)
6) густой, обильный(λήϊον Hom.; τρίχες, σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ Xen.; πώγων Luc.)
7) покрытый толстым слоем почвы, т.е. плодородный, тучный(γῆ Eur.; χώρα Plut.)
8) богатый(κλῆρος Pind.; ἄνδρες Xen.)
9) сильный, великий(λαῖλαψ Hom.; κίνδυνος Pind.; τέρψις Soph.)
10) глубокий, крепкий(ὕπνος Luc.)
11) глубокий, т.е. нерушимый(σιγή Luc.; εἰρήνη Anth.)
12) глубокий, т.е. поздний, глухойβαθὺ γῆρας Anth. — глубокая старость13) глубокий, сознательный, серьезный(φρήν Hom., Pind., Aesch.; ἤθεα Her.)
-
67 βουκολικος
дор. v. l. βωκολικός 3пастушеский, буколический, пасторальный(ἀοιδή Theocr.; μέτρον Plut.; ποίημα Diod.; Μοῖσαι Anth.)
-
68 διατομη
-
69 εκτομη
ἥ1) вырезἐ. κρημνώδης καὴ στενή Plut. — узкая тропа, высеченная в скалах:τῆς γῆς ἐκτομαί Plut. — куски дерна;ἐκτομέν ἔχειν γραμμῆς ἑλικοειδοῦς Plut. — иметь вид прерывистой спирали2) оскопление, кастрация Her., Plat., Arst. -
70 εντομη
-
71 επιτομη
-
72 ημιστρογγυλος
-
73 κατατομη
-
74 πενθημιμερης
2состоящий из пяти половин, т.е. из двух с половиной частейἡ π. (sc. τομή) стих. — цезура в середине третьей стопы ( гексаметра или ямбического триметра)
-
75 περιτομη
-
76 προτομη
ἥ1) ( у животных) морда(λύκου, λεόντων Diod.)
2) бюст(ἀνθρώπου Plut.)
3) носовая часть корабля, нос Anth. -
77 σιδηροχαλκος
-
78 υποτομη
-
79 вырубка
η τομή, το κόψιμο, η υλοτομίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вырубка
-
80 двутавровый
ο έχων τομή διπλού Τ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двутавровый
См. также в других словарях:
τομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) τομός cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
τομή — η 1. διαίρεση, κόψιμο: Βαθιά τομή. 2. (μαθημ.), σύνολο σημείων κοινών σε δύο γραμμές ή επιφάνειες. – Κωνική τομή. 3. σχεδιάγραμμα κτιρίου, μηχανής κτλ., που τέμνονται υποθετικά από επίπεδο, για να είναι ορατοί οι εσωτερικοί χώροι: Τομή κατά μήκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τομῇ — τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τομάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τομῆ — Τομεύς one that cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομῆ — τομεύς one that cuts masc nom/voc/acc dual τομεύς one that cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τομῇ — Τομῆι , Τομεύς one that cuts masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καισαρική τομή — Χειρουργική επέμβαση σε εγκύους, κατά την οποία ο τοκετός διεξάγεται μετά από τομή στο πρόσθιο κοιλιακό και μητρικό τοίχωμα. Στη μυθολογία αναφέρονται γεννήσεις μετά από τομή της κοιλιάς των εγκύων, όπως η γέννηση του Διονύσου από τη Σεμέλη και… … Dictionary of Greek
κωνική τομή — Βλ. λ. κώνος (κωνική τομή) … Dictionary of Greek
χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… … Dictionary of Greek
τομῆι — τομῇ , τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)