-
1 βαθεως
-
2 βαθέως
βαθέωςindeclform (adverb)βαθύςdeep: adverbial (ionic) -
3 βαθέως
βαθέως s. βαθύς end. -
4 βαθέως
επίρρ. см. βαθιά -
5 βαθέως
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βαθέως
-
6 βαθέως
-
7 βαθύς
βαθύς, εῖα, ύ, tief, hoch, zunächst von der räumlichen Ausdehnung, von Hom. an überall; auch wie bei uns von der der Front entgegenstehenden Ausdehnung, φάλαγξ, eine tiefe Schlachtordnung, Xen. Hell. 2, 4, 24. 4, 2, 7; Pol. 1, 33 u. Folgde; ähnlich werden erkl. βαϑέα ἄγκεα, Il. 20, 490, tief sich hinein erstreckende Thäler, auch αὐλή 5, 142; ἠιών 2, 92. Von tiefen Wnnden, πληγή Luc. Nigr. 35; τομή Plut. san. tu. p. 393. Uebertr., a) anknüpfend an ἄμαϑος βαϑεῖα, tiefer Sand, Il. 5, 587, drückt es alles Roichliche aus, dicht, dick; νειὸς βαϑεῖα 10, 353, mit einer dicken Schicht Fruchterde, also fruchtbar; vgl. β. γῆ Eur. Andr. 637; χώρα Plut. Caes. 39; λήιον Il. 11, 560 u. öfter, wie Hes. Th. 107, was erklärt wird ὑψηλοὺς καὶ εὐτραφεῖς ἔχον στάχυας; ὕλη Il. 5, 555; λειμών Aesch. Prom. 665; χλόα Eur. Hipp. 1138; σῖτος ἐν τῷ πεδίῳ, hohes Getreide, Xen. Hell. 3, 2, 17; ποία Add. ep. 3 (VI, 228); τρίχες Xen. Cyn. 7, 8; πώγων Luc. Pisc. 41; κλῆρος, reich, Pind. Ol. 13, 60; ἄνδρες, reiche Leute, Xen. Oec. 11, 10; οἶκος Callim. Cer. 114; πλοῠτος Ael. V. H. 3, 18; Μίδεω βάϑιον πλουτεῖν, reicher als Midas sein, Tyrt. 3, 6; βαϑὺ χρέος, tiefe Schuld, Pind. Ol. 6, 3; κλέος, reicher, großer Ruhm, Pind. Ol. 7, 53; βαϑὺ ἐσϑλόν, tiefgegründetes Glück, 12, 12. – b) von Zeitbestimmungen, ὄρϑρος, hoher Morgen, Plat. Crit. 43 a; Ar. Vesp. 216 u. Sp.; νύξ, tiefe Nacht, Luc. Asin. 34; ἑσπέρα Paus. 4, 18, 3; γῆρας, spätes Alter, Leon. Tar. 71 (VII, 163); vgl. Ar. Nub. 512 προήκων ἐς βαϑὺ τῆς ἡλικίας. – c) auf den Geist übertr., klug, weise, ernst, wie unser Geistestiefe, φρήν Il. 19, 125; Pind. N. 4, 8; μέριμνα Ol. 2, 60; φροντίς, μηχανή. Aesch. Suppl. 402. 934; ἤϑεα βαϑύτερα Her. 4. 95, wie Plat. Legg. XI, 930 a, ernstere Sitten; βαϑὺς τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. Ath. IX, 377 (v. 59); so Sp., βαϑεῖς ταῖς ψυχαῖς Pol. 6, 24; τὴν παιδείαν βαϑύς Luc. Salt. 81; Suid. erkl. βαϑύς durch πονηρός aus Men. – d) folgende Uebertragungen schließen sich auch mehr od. weniger ans Deutsche an: λαῖλαψ, heftiger Sturm, Il. 11, 306; ἀήρ, dicke Luft, Od. 9, 144; κίνδυνος Pind. P. 4, 207; τέρψις Soph. Ai. 1179; ἀνάπνευσις Plat. Tim. 92 a; ὕπνος Luc. D. mar. 2, 3; σιγή Tox. 36; εἰρήνη Posid. 18 (VII 170); χρόα, tiefdunkel, Ael. N. A. 3. 17. – Compar. βαϑύτερος, p. auch βαϑίων; bei Theocr. 5, 43 ist in βάϑιον ι kurz; dor. βάσσων, Epicharm.; Superl. βαϑ ύτατος u. p. βάϑιστος. – Adv. βαϑέως, z. B. κοιμᾶσϑαι Theocr. 8, 66.
-
8 углубленно
углуб||леннонареч βαθειά, βαθέως. -
9 углубленно
[ουγκλουμπλιόννα] εκίρ. βαθέως, βαθιά -
10 углубленно
[ουγκλουμπλιόννα] επίρ βαθέως, βαθιά -
11 βαθύς
βαθύς, εῖα, ύ (s. βάθος; Hom. et al.; ins, pap, LXX; TestJud 7:3; Ath.)① pert. to distance beneath a surface, deep (En 24:2; EpArist 118; Jos., Ant. 10, 170) of a well (Pythag., Ep. 3, 3 and Chariton 8, 1, 10 φρέαρ β.) J 4:11.② pert. to someth. nonphysical perceived to be so remote that it is difficult to assess, deep τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ the (hidden) depths of Satan Rv 2:24 (cp. Da 2:22 and s. βαθός 2).③ pert. to an extreme point on a scale of extentⓐ profound, of sleep (Theocr. 8, 65; Lucian et al.; Jos., Ant. 5, 148; Sir 22:9; 3 Macc 5:12; Ath. 12, 2) Ac 20:9; AcPl Ha 3, 25f οἱ δὲ φύλακ̣ε̣[ς βα]θεῖ ὕπνῳ. Of peace (Lucian, Tox. 36; Herodian 4, 10, 1; 7, 9, 5; 4 Macc 3:20; Philo, Somn. 2, 229; SibOr 12, 87; Ath. 1:3) 1 Cl 2:2.ⓑ at the extreme of, very, exceedingly, ὄρθρου βαθέως (Aristoph., Vesp. 216; Pla., Crito 43a, Prot. 310a ἔτι βαθέος ὄρθρου; Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 9 p. 1171, 4 Jac.; Philo, Mut. Nom. 162, Mos. 1, 179, Spec. Leg. 1, 276; PLips 40 II, 10) early in the morning Lk 24:1 (β. [v.l. βαθέος] is to be taken, not as an adv., but as gen. of βαθύς, like πραέως [πραέος] 1 Pt 3:4. Cp. W-S. §9, 5; Rob. 495; B-D-F §46, 3).—DELG. M-M. -
12 ὄρθρος
ὄρθρος, ου, ὁ (s. prec. three entries; Hes. et al.; pap, LXX; En 100:2; Test Sol; Test Jos. 8:1; JosAs 11:1 cod. A; ParJer 5:5; Joseph.) period relatively early in the morning, dawn, early morning ὄρθρου βαθέως very early in the morning Lk 24:1 (s. βαθύς 3b and cp. Heraclit. Sto. 16 p. 24, 16; 68 p. 88, 16; Polyaenus 4, 9, 1 ὄρθρος ἦν βαθύς). In the same sense φαίνοντος ἤδη τοῦ ὄρ. AcPl Ha 4, 3. ὄρθρου early in the morning (Hes., Op. 577; Diod S 14, 104, 1; PFlor 305, 11; LXX; ParJer 5:5; Jos., Ant. 11, 37) J 8:2; AcPl Ha 4, 6; 11, 11. ὄρθρου τῆς κυριακῆς on Sunday at dawn GPt 12:50. ὑπὸ τὸν ὄρ. about daybreak (Cass. Dio 76, 17; PFay 108, 10; Jos., Ant. 8, 382) Ac 5:21.—B. 993. DELG. M-M.
См. также в других словарях:
βαθέως — indeclform (adverb) βαθύς deep adverbial (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
глоубоко — (12) нар. к глѹбокыи. 1.В 1 знач.: нѣции источници водъ ѿ земныхъ ˫адръ исходѩще. ѡви ѹбо равно с землею истицаю(т)… ѡви же зѣло глубоко. сих же водъ по равну (βαθέως) ЖВИ XIV–XV, 61г. 2. Во 2 знач.: стръганъ бы(с) по ребромъ глѹбоко. и мечи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
εξάλλομαι — ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι] 1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. τινάζομαι από τη θέση μου 3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό 4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι 5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… … Dictionary of Greek
Μεγανησίου, δήμος — Δήμος (1.092 κατ.) του νομού Λευκάδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κατωμερίου, Βαθέως και Σπαρτοχωρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κατωμέρι … Dictionary of Greek
Ριτσώνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέως … Dictionary of Greek
ՎԱՂ — ( ) NBH 2 0771 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 14c մ. πάλαι antiquitus, ante, jam, olim θᾶττον cito. (լծ. եւ յն. բա՛լէ. ար. պալատէ. թ. էվվէլ.) Կանխաւ. արդէն. յառաջ. ʼի բազում ժամանակաց հետէ. եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)