Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τοιάδ

См. также в других словарях:

  • τοιᾷδ' — τοιᾷδε , τοιόσδε such as this fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιάδ' — τοιάδε , τοιόσδε such as this neut acc pl τοιάδε , τοιόσδε such as this neut nom pl τοιά̱δε , τοιόσδε such as this fem acc dual τοιά̱δε , τοιόσδε such as this fem nom/voc dual τοιά̱δε , τοιόσδε such as this fem nom sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • οικούριος — οἰκούριος, ία, ον, θηλ. και ος, δωρ. τ. οἰκόριος, ία, ον (Α) [οικουρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιμέλεια τού σπιτιού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκούρια α) αμοιβή για την επιμέλεια τού σπιτιού («τοιάδ Ἡρακλής... οἰκούρι… …   Dictionary of Greek

  • πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»