-
1 лыжи
лыжи ж мн. τα σκι, τα χιονοπέδιλα* ходить на \лыжиах κάνω σκι, κάνω χιονοδρομία* * *ж мн.τα σκι, τα χιονοπέδιλαходи́ть на лы́жах — κάνω σκι, κάνω χιονοδρομία
-
2 горнолыжный
επ.του σκί•горнолыжный спорт το σπορ του σκί•
-ая станция ορεινός σταθμός για σκί.
-
3 база
база ж 1) (основа) η βάση; материальная \база η υλική βάση 2) (пункт) о σταθμός· туристическая \база η τουριστική βάση· лыжная \база о σταθμός για σκι 3): военная \база η στρατιωτική βάση* * *ж1) ( основа) η βάσηматериа́льная ба́за — η υλική βάση
2) ( пункт) о σταθμόςтуристи́ческая ба́за — η τουριστική βάση
лы́жная ба́за — ο σταθμός για σκι
3)вое́нная ба́за — η στρατιωτική βάση
-
4 кататься
кататься: \кататься на велосипеде κάνω ποδήλατο \кататься на лыжах κάνω σκι \кататься на лодке κάνω βαρκάδα* * *ката́ться на велосипе́де — κάνω ποδήλατο
ката́ться на лы́жах — κάνω σκι
ката́ться на ло́дке — κάνω βαρκάδα
-
5 лыжный
лыжный: \лыжный спорт η χιονοδρομία, το σκι· \лыжныйая трасса ο χιονοδρόμος* \лыжныйые соревнования οι χιονοδρομικοί αγώνες* * *лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
лы́жныйая тра́сса — ο χιονοδρόμος
лы́жныйые соревнова́ния — οι χιονοδρομικοί αγώνες
-
6 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό
-
7 ходить
ходить 1) βαδίζω, πηγαίνω; \ходить в театр πηγαίνω στο θέατρο; \ходить пешком πηγαίνω πεζός (или με τα πόδια); \ходить на лыжах κάνω σκι; \ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο; поезда ходят каждые два часа τα τρένα περνούν (или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες· часы ходят верно το ρολόι πηγαίνει καλά 2) (в игре ) παίζω 3) (заботиться о ком-л.) φροντίζω; \ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο* * *1) βαδίζω, πηγαίνωходи́ть в теа́тр — πηγαίνω στο θέατρο
ходи́ть пешко́м — πηγαίνω πεζός ( или με τα πόδια)
ходи́ть на лы́жах — κάνω σκι
ходи́ть в шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο
поезда́ хо́дят ка́ждые два часа́ — τα τρένα περνούν ( или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες
часы́ хо́дят ве́рно — το ρολόι πηγαίνει καλά
2) ( в игре) παίζω3) (заботиться о ком-л.) φροντίζωходи́ть за больны́м — περιποιούμαι τον άρρωστο
-
8 лыжи
лыж||имн. (ед. лыжа ж) τά χιονοπέ-διλα, τά σκί:ходить на \лыжиах κάνω σκί· ◊ навострить \лыжи разг ἐτοιμάζομαι νάτό στρίψω. -
9 лыжный
лыж||ныйприл τοῦ σκί, τής χιονοδρομίας:\лыжныйная ста́нция ὁ σταθμός τῶν σκιέρ· \лыжныйный спорт τό σκί. -
10 лыжи
мн. τα χιονοπέδιλα, τα σκί (ξεν.) 2. (скидка) η έκπτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лыжи
-
11 вылазка
вылазкаж1. воен. τό ἐγχείρημα, ἡ ἔξοδος, ἡ ἐξόρμηση·2. (экскурсия) ἡ ἐκδρομή:лыжная \вылазка ἡ ἐκδρομή μέ τά σκί. -
12 драть
дратьнесов разг1. (рвать) (ξε)σκί-ζω:\драть обувь σκίζω τά παπούτσια·2. (отделять, снимать) ξεφλουδίζω, γδέρνω:\драть лыко ξεφλουδίζω· \драть крупу́ ξεφλουδίζω μπληγοῦρι· \драть шкуру с овцы γδέρνω τό πρόβατο·3. (сечь, пороть):\драть розгами δέρνω (или χτυπῶ) μέ τή βέργα· \драть за волосы τραβώ τά μαλλιά· \драть за уши στρίβω (или τραβώ) τά αὐτιά·4. (дорого брать) γδέρνω:\драть втридорога γδέρνω (τόν πελάτη)·5. (раздражать, царапать):бритва дерет τό ξυράφι γδέρνει· вино дерет горло τό κρασί ἐρεθίζει τό λαρύγγι· ◊ \драть го́рло (громко кричать) разг ξεφωνίζω, ξελαρυγγίζο-μαι· \драть нос (важничать) разг κορδώ-νομαι, σηκώνω τή μύτη μου· мороз дерет по коже ἀνατριχιάζω, μέ πιάνει ἀνατριχίλα. -
13 кататься
катать||сянесов1. κυλιέμαι·2. (на автомобиле и т. п.) κάνω περίπατο (μέ μεταφορικό μέσο):\кататьсяся на велосипеде κάνω ποδήλατο· \кататьсяся на коньках κάνω πατινάζ, παγοδρομῶ, πατινάρω· \кататьсяся на лыжах κάνω σκί· ◊\кататьсяся как сыр в масле разг περνάω ζωή καί κότα· \кататьсяся со́ смеху разг ξεκαρδίζομαι στά γέλια. -
14 костюм
костюмм τό κοστούμι, ἡ φορεσιά, ἡ στολή/ τό ταγιέρ (дамский):национальный \костюм ἡ ἐθνική στολή· штатский \костюм τά πολιτικά (ροῦχα)· купальный \костюм τό μαγιό· лыжный \костюм κοστούμι γιά σκί· парадный \костюм ἡ ἐπίσημη στολή. -
15 пьексы
пьексымн. (ед. пьекса ж) спорт. παπούτσια γιά σκί. -
16 спорт
спортм ὁ ἀθλητισμός, τό σπορ:велосипедный \спорт ἡ ποδηλασία· гребной \спорт ἡ κωπηλασία· лыжный \спорт τό σκί, ἡ χιονοδρομία· парусный \спорт οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· любитель \спорта ὁ φίλαθλος. -
17 ходить
ходитьнесов1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·2. (в чем-л.) φορώ:\ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:\ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·6. (о часах) πηγαίνω:часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:\ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:\ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
18 лыжы
[λύζυ] ουσ. θ. χιονοπέδιλα, σκι -
19 лыжный
[λύζνυϊ] επ. του σκι -
20 мало-мальски
[μαλα-μάλ"σκι] επίρ. στοιχειωδώς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιραφεῖον — σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιριτῶν — Σκῑρῑτῶν , Σκιρῖται the Scirites masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίδα — Σκῑρωνίδα , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem acc sg Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc nom/voc/acc dual Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίδες — Σκῑρωνίδες , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίδων — Σκῑρωνίδων , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίς — Σκῑρωνίς , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιρωνίσιν — Σκῑρωνίσιν , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)