Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+σκι

  • 21 лыжы

    [λύζυ] ουσ θ χιονοπέδιλα, σκι

    Русско-эллинский словарь > лыжы

  • 22 лыжный

    [λύζνυϊ] επ του σκι

    Русско-эллинский словарь > лыжный

  • 23 мало-мальски

    [μαλα-μάλ"σκι] επίρ στοιχειωδώς

    Русско-эллинский словарь > мало-мальски

  • 24 вылазка

    θ.
    1. (στρατ.) εξόρμηση, έξοδος, εγχείρημα, γιουρούσι.
    2. (στρατ.) αιφνιδιασμός.
    3. (αθλτ.) εκδρομή•

    лыжная вылазка εκδρομή με τα σκί.

    Большой русско-греческий словарь > вылазка

  • 25 командор

    α.
    1. παλ. ιππότης με πρόσοδο.
    2. (αθλτ.) πρόεδρος ιστ ιοπλοίκής οργάνωσης. || καθοδηγητής αγώνων (σκι., ιπποδρομιών, αυκινήτοδρομιών).

    Большой русско-греческий словарь > командор

  • 26 лыжи

    лыж πλθ. (ενκ. лыжа -и θ.) σκι, χιονοπέδιλα.
    εκφρ.
    навострить лыжи – (απλ.) το σκάζω, κόβω λάσπη, το βάζω στα πόδια•
    направить лыжи – (απλ.) κατευθύνομαι για κάπου.

    Большой русско-греческий словарь > лыжи

  • 27 лыжина

    θ.
    το ένα παγοπέδιλο, ένα σκι.

    Большой русско-греческий словарь > лыжина

  • 28 лыжный

    επ.
    των παγοπέδιλων•

    -ая фабрика φάμπρικα (κατασκευής) παγοπέδιλων.

    || χιονοδρομικός•

    лыжный спорт σπορ χιονοδρομίας, το σκι.

    || των χιονοδρόμων•

    лыжный отряд τμήμα χιονοδρόμων•

    -ая станция σταθμός (κέντρο) χιονοδρόμων.

    Большой русско-греческий словарь > лыжный

  • 29 обновить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обновленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    1. ανανεώνω, ανακαινίζω• (ξανα)καινουργώνω ή φρεσκάρω. || αναπαρασταίνω. || μτφ. αναγεννώ, αναζωογονώ.
    2. αντικατασταίνω με νέο•

    обновить репертуар ανανεώνω το ρεπερτόριο.

    3. ντύνω, φορώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω•

    обновить пальто πρωτοφορώ το πανωφόρι•

    обновить лыжи εγκαινιάζω τα σκι.

    ανανεώνομαι, ανακαινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > обновить

  • 30 пробег

    α.
    1. τρέξιμο πέρασμα• διάβαση. || διαδρομή, διάνυση. || διάδοση.
    2. (αθλτ.) δρόμος, τρέξιμο•

    конный пробег ιπποδρομία•

    автомобильный пробег αυτοκινητοδρομία•

    лыжный пробег πα-γοδρομια (με σκι).

    Большой русско-греческий словарь > пробег

  • 31 прогулка

    θ.
    περίπατος•

    прогулка в лес περίπατος στο δάσος•

    загородная прогулка εξοχικός περίπατος•

    прогулка на лодке βαρκάδα•

    прогулка на лыжах περίπατος με τα σκι.

    Большой русско-греческий словарь > прогулка

  • 32 пьексы

    пьекс πλθ. παπούτσια για σκι.

    Большой русско-греческий словарь > пьексы

  • 33 разъехаться

    -едусь, -едешься
    ρ.σ.
    1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.
    2. φεύγω, αναχωρώ•

    она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.

    3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•

    разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.

    4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•

    дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.

    5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•

    лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.

    || πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.

    6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > разъехаться

  • 34 слалом

    α.
    (αθλτ.) σλάλομ. (ταχεία κάθοδος με σκι).

    Большой русско-греческий словарь > слалом

  • 35 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

См. также в других словарях:

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιραφεῖον — σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιριτῶν — Σκῑρῑτῶν , Σκιρῖται the Scirites masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίδα — Σκῑρωνίδα , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem acc sg Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc nom/voc/acc dual Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίδες — Σκῑρωνίδες , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίδων — Σκῑρωνίδων , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίς — Σκῑρωνίς , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίσιν — Σκῑρωνίσιν , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»