Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βαρκάδα

  • 1 катание

    катание с 1) (прогулка) о περίπατος \катание на лодке η βαρκάδα 2): \катание на коньках το πατινάζ, η παγοδρομία парное \катание το πατινάζ ζευγαριών одиночное \катание το ατομικό πατινάζ
    * * *
    с
    1) ( прогулка) ο περίπατος

    ката́ние на ло́дке — η βαρκάδα

    2)

    ката́ние на конька́х — το πατινάζ, η παγοδρομία

    па́рное ката́ние — το πατινάζ ζευγαριών

    одино́чное ката́ние — το ατομικό πατινάζ

    Русско-греческий словарь > катание

  • 2 кататься

    кататься: \кататься на велосипеде κάνω ποδήλατο \кататься на лыжах κάνω σκι \кататься на лодке κάνω βαρκάδα
    * * *

    ката́ться на велосипе́де — κάνω ποδήλατο

    ката́ться на лы́жах — κάνω σκι

    ката́ться на ло́дке — κάνω βαρκάδα

    Русско-греческий словарь > кататься

  • 3 катание

    катание
    с
    1. (действие) τό κύλισμα1
    2. (прогулка) ὁ περίπατος:
    \катание в экипаже ὁ περίπατος μέ ἀμάξι, ἡ ἀμαξάδα· \катание на лодке ἡ βαρκάδα· \катание на коньках τό πατινάζ.

    Русско-новогреческий словарь > катание

  • 4 катать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•

    катать брёвна κυλώ κούτσουρα•

    катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.

    2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.
    3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.
    4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.
    5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•

    катать проволоку συρματοποιώ.

    6. βλ. валить (2 σημ.).
    7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.
    1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.
    2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•

    катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•

    катать на велосипеде ποδηλα-τώ•

    катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.

    3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).
    4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•

    катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.

    εκφρ.
    катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > катать

  • 5 лодка

    θ.
    βάρκα, λέμβος, άκατος•

    двухвёсельная лодка δίκωπη βάρκα•

    моторная лодка βενζινάκατος•

    парусная лодка βάρκα με πανί, αεράκατος•

    кататься на -е κάνω (πηγαίνω) βαρκάδα•

    гоночная лодка βάρκα λεμβοδρομίας. σκάφος πολεμικό•

    подводная лодка υποβρύχιο•

    канонерская лодка η κανονιοφόρος, βάρκα κανονιέρα.

    Большой русско-греческий словарь > лодка

  • 6 прогулка

    θ.
    περίπατος•

    прогулка в лес περίπατος στο δάσος•

    загородная прогулка εξοχικός περίπατος•

    прогулка на лодке βαρκάδα•

    прогулка на лыжах περίπατος με τα σκι.

    Большой русско-греческий словарь > прогулка

  • 7 фофан

    α. (απλ.).
    1. μωρός, κουτός, ανόητος, λειψός.
    2. είδος χαρτοπαιγνίου.
    α.
    1. (αθλτ.) κωπηλάτη βάρκα.
    2. λέμβος για βαρκάδα.

    Большой русско-греческий словарь > фофан

  • 8 швертбот

    α.
    βάρκα με πανί για βαρκάδα.

    Большой русско-греческий словарь > швертбот

См. также в других словарях:

  • βαρκάδα — η θαλασσινός περίπατος με βάρκα: Στις διακοπές πήγαμε βαρκάδα με πανσέληνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρκάδα — η θαλασσινή βόλτα με βάρκα …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου — Το μουσείο στεγάζεται από τον Ιούλιο του 2002 στην καινούργια στέγη του, σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό μέγαρο που δώρισε στον δήμο Ροδίων το ζεύγος Ιωάννη και Πάολας Νεστορίδου. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, που σήμερα αριθμεί περίπου… …   Dictionary of Greek

  • βαρκαδιάτικα — τα η αμοιβή του βαρκάρη, ο ναύλος της βάρκας: Δεν ήταν πολλά τα βαρκαδιάτικα για τέτοια μεγάλη βαρκάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουνάτσα — μπουνάτσα, η και μπονάτσα, η (λ. ιταλ.), γαλήνη της θάλασσας, νηνεμία: Βγήκαμε για βαρκάδα με μπουνάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»