Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάνω

  • 1 κάνω κάτι αυθαίρετα

    [σβαιβόλ’νυϊ] επ αυθαίρετος

    Русско-эллинский словарь > κάνω κάτι αυθαίρετα

  • 2 засекретить

    κάνω (κάτι) να είναι απόρρητο
    διαβαθμίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засекретить

  • 3 ошибаться

    κάνω λάθος, λαθεύω, σφάλλω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибаться

  • 4 пахтать

    κάνω/παράγω βούτυρο
    χτυπώ το γάλα για βουτυροποίηση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пахтать

  • 5 перемонтировать

    κάνω καινούρ(γ)ια εγκατάσταση, (ξ)ανασυναρμολογώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемонтировать

  • 6 просекать

    κάνω εγκοπή ή εντομή, χαράσσω, εγκόπτω, τέμνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просекать

  • 7 репетировать

    κάνω δοκιμή/πρόβα
    -ция η δοκιμή, η πρόβα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репетировать

  • 8 саботировать

    κάνω δολιοφθορά
    разг. σαμποτάρω (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > саботировать

  • 9 экономить

    κάνω οικονομία/οικονομίες.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономить

  • 10 рассчитаться

    κάνω λογαριασμό, εξοφλώ

    Русско-греческий словарь > рассчитаться

  • 11 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 12 произвести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. произвл
    -вела, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произведенный, βρ: -ден, -дена, -дено μτχ. παρλθ. χρ. произведший ρ.σ.μ.
    1. κάνω, εκτελώ, φτιάχνω• εκπληρώ, διεξάγω•

    произвести ремонт κάνω επισκευή•

    произвести опыт κάνω πείραμα•

    произвести выстрел πυροβολώ•

    произвести вычисление κάνω λογαριασμό (λογαριάζω)•

    произвести следствие κάνω ανάκριση (ανακρίνω)•

    произвести атомное подземное испытание κάνω ατομική υπόγεια δοκιμή•

    произвести раскопки διεξάγω ανασκαφές•

    произвести обыск κάνω έρευνα•

    -аресты κάνω συλλήψεις.

    2. παράγω, βγάζω•

    товары массого употребления παράγω εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    произвести впечатление, сенсацию κάνω εντύπωση, αίσθηση•

    произвести шум κάνω θόρυβο κ., μτφ. κρότο.

    || γεννώ, τίκτω•

    произвести на свет ребнка φέρω στον κόσμο παιδάκι.

    4. προβιβάζω, προάγω•

    произвести в генералы προάγω σε στρατηγό.

    Большой русско-греческий словарь > произвести

  • 13 делать

    делать κάνω \делать ошибку κάνω λάθος \делать попытку κά νω απόπειρα \делать вывод συμ περαίνω, κάνω συμπέρασμα что нам \делать? τι να κάνουμε; \делатьться 1) γίνομαι \делатьется жар ко ζεσταίνει 2) (происходить): что здесь \делатьется? τι τρέχει (συμβαίνει) εδώ;
    * * *

    де́лать оши́бку — κάνω λάθος

    де́лать попы́тку — κάνω απόπειρα

    де́лать вы́вод — συμπεραίνω, κάνω συμπέρασμα

    что нам де́лать? — τί να κάνουμε

    Русско-греческий словарь > делать

  • 14 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 15 корчить

    -чу, -чишь
    ρ.δ. μ.
    1. απρόσ. σφαδάζω έχω σπασμούς•

    его -ит от боли αυτός σφαδάζει από τον πόνο.

    || μτφ. προκαλώ αντιπάθεια, απέχθεια πληγώνω, καταλυπώ, τσακίζω την καρδιά.
    2. προσποιούμαι, κάνω τον... корчить из себя κόβομαι πολύς, κάνω το σπουδαίο, τον μεγάλο•

    корчить дурака κάνω το βλάκα•

    корчить из себя недотрогу παρασταίνω τον μη μου άπτου•

    корчить из себя барыню κάνω την αρχόντισσα•

    корчить святошу κάνω τον άγιο ή το θρήσκο•

    корчить из себя учёного κάνω τον επιστήμονα ή το σοφό•

    корчить из себя святого κάνω τον άγιο•

    корчить гримасы ή рожи βλ. гримасничать.

    μαζεύομαι, κουλουριάζομαι από τον πόνο.

    Большой русско-греческий словарь > корчить

  • 16 кататься

    кататься: \кататься на велосипеде κάνω ποδήλατο \кататься на лыжах κάνω σκι \кататься на лодке κάνω βαρκάδα
    * * *

    ката́ться на велосипе́де — κάνω ποδήλατο

    ката́ться на лы́жах — κάνω σκι

    ката́ться на ло́дке — κάνω βαρκάδα

    Русско-греческий словарь > кататься

  • 17 наделать

    наделать
    сов
    1. (сделать много) κάνω, φτ(ε)ιάνω, κατασκευάζω:
    \наделать игру́-шек κατασκευάζω παιγνίδια·
    2. (предосудительное, плохое) κάνω / προξενώ (причинять):
    \наделать ошибок κάνω λάθη· \наделать глупостей κάνω βλακείες, κάνω κουταμάρες· \наделать неприятностей (хлопот) кому́-л. προξενώ ἐνοχλήσεις (μπελάδες) κάποιου· что́ ты наделал! τί ζημιά Εκανες!

    Русско-новогреческий словарь > наделать

  • 18 вогнать

    вгоню, вгонишь, παρλθ. χρ. вогнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вогнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα•

    -кур во двор βάζω τις κότες στην αυλή•

    вогнать свиней в свинарник βάζω τους χοίρους στο χοιροστάσιο.

    2. μπήγω•

    вогнать гвоздь в ящик μπήγω καρφί στο κασόνι.

    3. φέρνω στο σημείο να..., κάνω να... вогнать в слезы φέρνω ως τα δάκρυα, κάνω να δακρύσει•

    вогнать в чахотку κάνω να χτικιάσει, χτίκιάζω κάποιον•

    вогнать в пот κάνω κάποιον να ιδρώσει, ιδρώνω•

    вогнать в краску κάνω να κοκκινίσει (από ντροπή).

    Большой русско-греческий словарь > вогнать

  • 19 напустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ίαφήνω, απολύω, ανοίγω•

    напустить воды в ванну αφήνω να τρέξει πολύ νερό στη μπανιέρα•

    напустить дыму в комнату αφήνω να μπει πολύς καπνός στο δωμάτιο•

    собака -ла блох το σκυλί άφησε πολλούς ψύλλους, μας γέμισε ψύλλους.

    || επιτρέπω να μπει, να κατοικήσει•

    напустить жильцов в дом επιτρέπω ενοικιαστές στο σπίτι.

    2. κατεβάζω, χαμηλώνω•

    напустить волосы на лоб αφήνω να πέσουν τα μαλλιά στο μέτωπο.

    3. προσποιούμαι, κάνω, παρασταίνω•

    напустить на себя важность κάνω το σοβαρό, σοβαροποιούμαι•

    напустить равнодушие κάνω τον αδιάφορο•

    напустить на себя строгость κάνω τον αυστηρό.

    4. (κυνηγ.) λύνω, απολύω•

    напустить собаку на зайца απολύω το σκυλί για λαγό.

    || παρακινώ, προτρέπω.
    5. μαγεύω, κάνω μάγια (ν αρρωστήσει ή να πάθει). || εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ ενσπείρω;
    επιτίθεμαι (με βρισιές, μομφές κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > напустить

  • 20 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

См. также в других словарях:

  • κάνω — κάνω, έκανα και έκαμα, καμωμένος βλ. πίν. 164 (και ως απρόσ. κάνει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κάνω — και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, η, ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι. 2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου. 3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο. 4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κανῷ — κάνεον basket of reed neut dat sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνω — κάνεον basket of reed neut nom/voc/acc dual (attic) καίνω kill aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπλιμεντάρω — κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento] …   Dictionary of Greek

  • αδικοπαντρεύομαι — κάνω κακό γάμο, δεν ευτυχώ στον γάμο μου, κακοπαντρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + παντρεύομαι] …   Dictionary of Greek

  • αδρανοποιώ — κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρανής + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • αιμοπτυστώ — κάνω αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιμόπτυστος < αίμα + πτύω] …   Dictionary of Greek

  • αισθητοποιώ — κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι τό βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητός + ποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποίηση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»