-
1 пункт
пунктм1. (место) ὁ σταθμός:сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον4. полигр. ἡ στιγμή. -
2 станция
станц||ияж ὁ σταθμός:конечная \станция ὁ τελευταίος σταθμός, τό τέρμα· метеорологическая \станция ὁ μετεωρολογικός σταθμός· атомная \станция ὁ ἀτομικός σταθμός· ремо́нтно-техни́ческая \станция σταθμός ἐπισκευής γεωργικών μηχανών телефонная \станция τό τηλεφωνικό κέντρο· начальник \станцияни ὁ σταθμάρχης. -
3 база
база ж 1) (основа) η βάση; материальная \база η υλική βάση 2) (пункт) о σταθμός· туристическая \база η τουριστική βάση· лыжная \база о σταθμός για σκι 3): военная \база η στρατιωτική βάση* * *ж1) ( основа) η βάσηматериа́льная ба́за — η υλική βάση
2) ( пункт) о σταθμόςтуристи́ческая ба́за — η τουριστική βάση
лы́жная ба́за — ο σταθμός για σκι
3)вое́нная ба́за — η στρατιωτική βάση
-
4 станция
станция ж в разн. знач. о σταθμός; \станция метро о σταθμός (υπόγειου) ηλεκτρικού; конечная \станция το τέρμα* * *ж в разн. знач.ο σταθμόςста́нция метро́ — ο σταθμός (υπόγειου) ηλεκτρικού
коне́чная ста́нция — το τέρμα
-
5 станция
-и θ.1. παλ. οδικός σταθμός. || σταθμός, στάθμευση. || στάση, απόσταση μεταξύ δυο σταθμεύσεων.2. το κτίριο του _ σταθμού•телефонная станция τηλεφωνικός σταθμός•.ле-теорологическая станция μετεωρολογικός σταθμός.
-
6 электростанция
ο ηλεκτρικός σταθμόςο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμόςатомная - ατομικός/πυρηνικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электростанция
-
7 парк
-а α.1. πάρκο.2. σταθμός εγκατάσταση•артиллерийский парк τηλεβολοστάσιο, κανονιοστάσιο•
трамвайный парк σταθμός των τραμ•
автомобильный парк γήπεδο στάθμευσης αυτοκινήτων•
тракторный парк σταθμός των τρακτέρ.
|| αποθήκη στρατιωτική, ντεπό. || τα μέσα βιομηχανικής παραγωγής ενός κλάδου•парк строй-тельных машин ο χώρος των μηχανημάτων οικοδομών.
-
8 пункт
-а α.1. σημείο•стратегический στρατηγικό σημείο•
наблюдательный пункт το παρατηρητήριο•
сборный пункт σημείο συγκέντρωσης•
поворотный пункт καμπή, στροφή.
2. σταθμός•командный пункт σταθμός διοίκησης•
медицинский пункт σταθμός πρώτων βοηθειών.
|| τόπος, μέρος• χώρος•населенный пункт κατοικημένο μέρος.
3. σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.).σημείο ανάπτυξης•кульминационный пункт το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας.
4. (τυπγρ.) η στιγμή.εκφρ.по -ам ή пункт за -ом – κατ άρθρο ένα-ένα, με τη σειρά. -
9 депо
το υπόστεγο, το συνεργείο, η αποθήκηпожарное - ο πυροσβεστικός σταθμός, ο σταθμός πυρόσβεσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > депо
-
10 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
11 сад
1. (участок, засаженный деревьями, цветами и т.п.) о κήπος 2. (дошкольное детское учреждение) о παιδικός σταθμός, ο βρεφονηπιακός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сад
-
12 телецентр
ο σταθμός της τηλεόρασης, ο τηλεοπτικός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телецентр
-
13 аэровокзал
-
14 вокзал
вокзал м о (σιδηροδρομικός) σταθμός; речной \вокзал ο ποταμο λιμένας* * *мο (σιδηροδρομικός) σταθμόςречно́й вокза́л — ο ποταμολιμένας
-
15 ГЭС
ГЭС (гидроэлектростанция ) ο υδροηλεκτρικός σταθμός* * *(гидроэлектроста́нция) ο υδροηλεκτρικός σταθμός -
16 космический
космический κοσμικός* \космическийое пространство το διαπλανητικό διάστημα* \космический корабль το διαστημόπλοιο \космическийая станция ο διαπλανητικός σταθμός* * *косми́ческое простра́нство — το διαπλανητικό διάστημα
косми́ческий кора́бль — το διαστημόπλοιο
косми́ческая ста́нция — ο διαπλανητικός σταθμός
-
17 медпункт
медпункт м (медицинский пункт) о υγειονομικός σταθμός* * *м(медици́нский пункт) ο υγειονομικός σταθμός -
18 междугородный
междугородный υπεραστικός· \междугородныйая телефонная станция о υπεραστικός τηλεφωνικός σταθμός* * *междугоро́дная телефо́нная ста́нция — ο υπεραστικός τηλεφωνικός σταθμός
-
19 межпланетный
межпланетный διαπλανητικός* \межпланетныйая станция о διαπλανητικός σταθμός* * *межплане́тная ста́нция — ο διαπλανητικός σταθμός
-
20 орбитальный
орбитальный: \орбитальныйая космическая станция о τροχιακός κοσμικός σταθμός· \орбитальный полёт η τροχιακή πτήση* * *орбита́льная косми́ческая ста́нция — ο τροχιακός κοσμικός σταθμός
орбита́льный полёт — η τροχιακή πτήση
См. также в других словарях:
σταθμός — standing place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος … Dictionary of Greek
ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός … Dictionary of Greek
Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών … Dictionary of Greek
Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων … Dictionary of Greek
Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου … Dictionary of Greek
Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού … Dictionary of Greek
Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας … Dictionary of Greek