-
101 κατασπενδω
(fut. κατασπείσω)1) совершать возлияние(τοῖς θεοῖς Polyb.; χοὰς ὑπὲρ μητρὸς τάφου Eur.)
2) выливать, наливать(ἀμβροσίαν κατά τινος Arph.)
3) омывать слезами, т.е. оплакивать(τινὰ δακούοις Eur.; τινά Anth.)
4) окроплять перед принесением в жертву(τινά Diod.; πρόβατα κατεσπεισμένα Plut.)
5) посвящать(Μούσαισι, Διωνύσῳ καὴ Ἔρωτι κατεσπείσθη πᾱς ὅ τεὸς βίοτος Anth. - об Анакреонте)
-
102 μετεωριζω
1) (тж. ἄνω μ. Plat.) поднимать(τὰ σκέλη Xen.; τινὰ τῷ νώτῳ Arst.; τὸ δόρυ ὑπὲρ κεφαλῆς Plut.; ἄνεμος μετεωρισθείς Arph.; μετεωριζόμενος ἢ καπνὸς ἢ κονιορτός Xen.)
; pass. подниматься, выплывать(ἐν τῷ πελάγει Thuc.)
2) (по)выше возводить, строить(τὸ ἔρυμα Thuc.)
3) побуждать к восстанию(πολλοὺς τῶν ἡγεμόνων Polyb.)
4) возбуждать, воодушевлять, ободрять(τινά Dem.)
5) наполнять гордостью(μετεωρισθεὴς ἐπί τινι или ὑπό τινος Polyb.)
6) med.-pass. беспокоиться, тревожиться(μέ μετεωρίζεσθε NT.)
-
103 παριημι
(fut. παρήσω, aor. παρῆκα, pf. παρεῖκα; aor. 2 med. παρείμην; pass.: aor. παρείθην, pf. παρεῖμαι)(πέπλον ἀπ΄ ὀμμάτων Eur.)
ἥ παρείθη μήρινθος ποτὴ γαῖαν Hom. — (простреленная) нить упала на землю2) упускать, пренебрегать(οὐδέν Her.; τὸν καιρόν Thuc.)
ἄρρητον π. τι Plat. — умолчать о чем-л.;ὑπὲρ τοιούτων ἥκιστα παρετέον Arst. — эти вопросы отнюдь не следует обходить молчанием;οὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος Soph. — я не скрою ни одного слова правды;παριείς τι Soph. — оставляя без внимания что-л., пренебрегая чем-л.3) пропускать, пережидать(τὸν χειμῶνα παρείς Her.)
ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες μετά τι Her. — спустя одиннадцать дней после чего-л.;νύκτα μέσην παρέντες Her. — после полуночи4) оставлять, прекращать(γόον Eur.)
π. πόθον τινός Eur. — оставить мысль об этом5) ослаблять, изнурять(κόπῳ παρεῖμαι, παρειμένος νόσῳ Eur.)
ὕπνῳ παρειμένος Eur. — сраженный сном7) предоставлять, уступать(νίκην τινί Her.; τινὴ τέν ἀρχήν Thuc.)
ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν π. Eur. — отдаваться на волю волн8) позволять, разрешатьἀλλὰ παρίημι, ἀλλ΄ ἐρώτα Plat. — да, пожалуйста, спрашивай9) пропускать, допускать, впускать(τινὰ ἐς τέν ἀκρόπολιν Her., med. εἰς τὰς ἀκροπόλεις Dem.)
μέ παρίωμεν εἰς τέν ψυχήν … Plat. — не будем допускать мысли …10) med. упрашивать, выпрашивать (себе)οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μέ δοκῶ φρονεῖν Soph. — я не стану уверять тех, по мнению которых я говорю вздор -
104 προκινδυνευω
первым подвергаться опасности, сражаться в первых рядах(ὑπὲρ и περὴ τῆς ἐλευθερίας Lys., Polyb.)
π. τινί τινος Thuc. — сражаться с кем-л. за кого-л.;π. τοῖς Κελτοῖς Polyb. — первым начинать сражение с кельтами;προεκινδύνευε τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plut. — (Пелопид) был первым в жесточайших боях -
105 στασιαζω
1) восставать, бунтоватьσ. τινί Her., Xen. и πρός τινα Xen., Plat., Arst. — поднимать восстание против кого-л.;
ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας σ. Lys. — подниматься на защиту демократии;σ. ἐπ΄ ἀλλήλοισι Her. и σ. ἀλλήλοις Xen. — затеять распрю друг с другом;τὸ Ῥήγιον ἐστασίαζεν Thuc. — Регий был охвачен внутренними волнениями2) спорить, бороться(περὴ τῆς ἡγεμονίης Her.; σ. ἐν ἑαυτοῖς Plat.)
σ. τινὴ μετά τινος Arph. — бороться с кем-л. на стороне кого-л.;3) возбуждать, возмущать(τέν πόλιν Lys.)
τὸ ἐστασιασμένον Sext. — находящееся в смятении, смятенное -
106 υπεραγανακτεω
крайне негодоватьὑ. τινος Plat. и τινι Aeschin. — выходить из себя по поводу чего-л.
-
107 υπερβολη
ἥ1) переход, прохождение(τῶν ὀρῶν Xen., Polyb.)
2) тж. pl. место перехода, проход, перевал Polyb.ἡ ὑ. τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς Xen. — узкий горный проход, теснина
3) астр. восхождение, высота над горизонтом (sc. τῶν πλανήτων Arst.)4) превосходство, преобладание(στρατιᾶς Thuc.; τῆς δυνάμεώς τινος NT.)
χερῶν ὑπερβολαί Eur. — превосходство (в силе) рук;οὑδεμίαν ὑπερβολέν λιπεῖν τινι Isocr. — не дать никому возможности превзойти себя5) чрезмерность, излишек, избыток(ὑ. τε καὴ ἔνδεια Plat.)
καθ΄ ὑπερβολέν καὴ ἔλλειψιν Arst. — выше и ниже нормального;χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαί τι Eur. — покупать что-л. слишком дорогой ценой;ὑπερβολέν ποιεῖν τῆς τιμῆς Arst. — взвинчивать цену;ὑ. πλησμονῆς Plat. — пресыщение;διὰ τέν ὑπερβολέν τοῦ συμβάντος Polyb. — ввиду неописуемости происшедшего;καθ΄ ὑπερβολέν εἰς ὑπερβολήν NT. — превыше всякой меры6) восполнение, добавлениеὑπερβολέν ποιησάμενος τῆς προτέρας πονηρίας Lys. — вдобавок к своей прежней низости;
ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολέν ποιοῦμαι, ὥστε ἀδικεῖν ὁμολογῶ Dem. — я готов даже согласиться, что являюсь нарушителем справедливости7) высшая степень, верх(εὐδαιμονίας Isocr.)
αἱ ὑπερβολαὴ τῶν δωρεῶν Dem. — необычайно богатые дары;ἥ ὑ. τῆς φιλίας Arst. — совершенная дружба;ταῦτ΄ οὐχ ὑ. αἰσχροκερδίας ; Dem. — разве это не верх алчности?;εἰς и καθ΄ ὑπερβολήν Eur., Isocr., Dem., ἐξ ὑπερβολῆς Polyb. — крайне, чрезвычайно;οἱ καθ΄ ὑπερβολέν ἐν ἐνδείᾳ Arst. — крайне нуждающиеся;καθ΄ ὑπερβολέν τοξεύσας Soph. — необыкновенно точно попав в цель;τὸ καθ΄ ὑπερβολήν Arst. — высшая (превосходная) степень8) отсрочка, задержка, промедление(τοῦ κακοῦ Her.)
9) преувеличение, гипербола Arst.ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isocr. — сгустить краски, переборщить
10) мат. гипербола ( коническое сечение) -
108 υπερημερος
21) просрочивший день платежа, неуплативший в срок Lys., Plut.ὑ. ἐγένετό τινι Dem. — он не уплатил в срок кому-л.;
ὑ. γενέσθαι τῆς προθεσμίας Luc. — пропустить назначенный срок, но ὑ. γενέσθαι τοῦ βίου τινός Luc. появиться после чьей-л. смерти;ὑ. τῆς ζωῆς Luc. — живущий дольше положенного2) отсрочивший, отложившийτὸ τῆς δίκης ὑπερήμερον Plut. — отсрочка воздаяния;
ἄρτοι ὑπερήμεροι τῆς ἑορτῆς Luc. — хлебы, не поспевшие к празднику (по по друг. - оставшиеся от праздника) -
109 υπερμαχεω
бороться в защиту (кого-л.) Eur., Luc., Plut.ὑ. τινός τινι Soph. — бороться за кого(что)-л. с кем-л., защищать кого-л. от кого-л.
-
110 υπερπαιω
(преимущ. в pf. ὑπερπέπαικα) брать верх, опережать, превосходитьὑ. τινά τινι Dem., Polyb.; — превосходить кого-л. чем(в чём)-л.;
πολὺ ὑ. τινός Arph. — намного превзойти что-л. -
111 υπερτιθημι
тж. med.1) поднимать выше, приподнимать(τὸ ἄροτρον Plut.)
2) ставить наверху или вышеπαντὴ αἴτιον ὑπερτιθέμεν τι Pind. — считать что-л. причиной всего
3) воздвигать, ставить(βωμόν Anth.)
4) протягивать, простиратьὑπερθέσθαι χεῖρά τινος Anth. in tmesi — защищать кого-л. своей рукой
5) переходить, проходить, переправляться(πέραν ποταμοῦ Polyb.)
ὑπερθέσθαι τέν ἄκραν Diod. — миновать мыс;ὑπερθεῖναι ὄρος Polyb. — перейти гору6) med. переносить, откладыватьτέν ταχθεῖσαν ἡμέραν ὑπερθέσθαι Polyb. — перенести установленный срок;
ὑπερθέσθαι τέν ἐκκλησίαν εἰς αὔριον Plut. — отсрочить собрание до завтра;ὑπερτίθεσθαι καὴ καταμέλλειν Polyb. — откладывать и тянуть7) передавать, сообщатьεἴ τοι ὑπερετίθεα (ион. impf. = ὑπερετίθην) τὰ ἔμελλον ποιήσειν Her. — если бы я сообщил тебе, что собрался сделать
8) med. превосходитьὑπερθέσθαι τινά τινι или κατά τι Polyb. — превзойти кого-л. чем(в чём)-л.
См. также в других словарях:
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek
φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek