-
1 τιλάω
-
2 τίλημα
-
3 τίλμα
II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b. -
4 τιλμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιλμάτιον
-
5 τιλμός
τιλ-μός, ὁ,A plucking or pulling out, of hair, A.Supp. 839 (pl., lyr.), Men.Epit. 472; also, pulling up,καλάμου POxy.1692.10
(ii A.D.), 1631.9 (iii A.D.), cf. ὁλοτίλλω; joined with κνησμοί, as a symptom in sickness, Hp.Epid.1.23 (pl.). -
6 τίλσις
-
7 τιλτός
2 shredded, τ. μοτός lint, Gal.11.125;ἐλλύχνιον Sor.2.11
: also in neut. as Subst.,διαμοτώσαντες ξηροῖς τιλτοῖς Paul.Aeg.6.5
, cf. Gloss.3 τὸ τ. (with or without τάριχος ) salt fish stripped of its scales before curing, Nicostr.Com.5.5, Pl.Com.193. -
8 τίλτρον
τίλ-τρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τίλτρον
-
9 τηλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλίτης
-
10 τίλλω
τίλλω, Il.22.78, etc.: [tense] fut. τῐλῶ ([etym.] ἀπο-) Cratin.123, ([etym.] παρα-) Ar.Eq. 373: [tense] aor.Aἔτῑλα Theoc.3.21
, ([etym.] ἀπ-) Ar.Lys. 578. Fr. 686: [tense] pf. (b.). 121 (iii B.C.):—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] impf.τιλλέσθην Il.24.711
: [tense] fut. τῐλοῦμαι ([etym.] παρα-) Men.363.5:—[voice] Pass., [tense] aor. : 2 [tense] aor. ἐτίλην [ῐ] LXX Da.7.4; [ per.] 3sg. imper.τιλήτωι PFay.131.18
(iii/iv A.D.); part. τειλείς (i.e. τιλ-) PFlor.322.36 (iii A.D.): [tense] pf. , ([etym.] ἐκ-) Anacr.21.10, ([etym.] ἀπο-) Anaxil.22.20, ([etym.] παρα-) Ar.Ra. 516:— pluck or pull outhair, etc.,πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς Il.22.78
; τίλλε κόμην ib. 406; , Her.5;ἐρέβινθον PCair.Zen.719.6
(iii B.C.);τ. στάχυας καὶ ἐσθίειν Ev.Matt.12.1
;τ. χόρτον τοῖς κτῆσι PFlor.321.47
(iii A.D.):— [voice] Med., Χαίτας τίλλεσθαι pluck out one's hair, Od.10.567.2 with acc. of that from which the hair or feathers are plucked, τίλλειν πέλειαν, of birds of prey, 15.527, cf. Hdt.3.76;κίρκον εἰσορῶ.. χηλαῖς κάρα τίλλοντα A.Pers. 209
; τίλλουσι τὴν γλαῦκα, of small birds attacking the owl, Arist.HA 609a15; so of the cuckoo, ib. 618a29 ([voice] Pass.); as a description of an idle fellow,τίλλων ἑαυτόν Ar. Pax 546
, cf. Ra. 428; of a cook, pluck a fowl, Eub.150.5, cf. Plu.2.233a; alsoτ. λαγών Ar.Fr. 212
; τ. πλάτανον pluck its leaves off, Plu.Them. 18; l.c.; κῴδια τ. PPetr.2p.108 = 3p.78 (iii B.C.); also, pluck live sheep, instead of shearing, τοῖς τίλλουσιν τὰ ὑποδίφθερα (sc. πρόβατα) PCair.Zen.430.3 (iii B.C.), cf. Suid. s.v. πεκτῆρες:—[voice] Pass., have one's hair plucked out, Ar.Th. 593; τέφρᾳ τιλθῆναι, as a punishment of adulterers, Id.Nu. 1083; v. παρατίλλω, τέφρα.3 c. acc. cogn., τίλματα τ. Plu.2.48b, cf. Herod.2.70.4 τ. μέλη pluck the harp-strings, play harp-tunes, Cratin.256 (lyr.).6 νεφέλιον παρατεταμένον καὶ τιλλόμενον cirrous, Thphr.Sign.43.II since tearing the hair was a usual expression of sorrow, τίλλεσθαί τινα tear one's hair in sorrow for any one, : without acc.,τιλλόμενοι καὶ κλαίοντες Phld.Ir. p.36
W.III metaph., pluck, vex, annoy, Anacr.13B; στέφανον τ., = τοὺς νόμους λυμαίνεσθαι, Pythag. ap. Porph.VP42:—[voice] Pass., ὑπὸ συκοφαντῶν τίλλεσθαι, with allusion to a bird's feathers, Ar.Av. 285. (Not found in [dialect] Att. Prose.) -
11 τίλος
-
12 τῆλις
τῆλις, ἡ, gen. εως Hp.Mul.2.194, PTeb.55.8 (ii B.C.), etc., also ιος Hp.Epid.5.68 (= 7.65), PLille37.5,al.,A PLond.ined. 2360, PCair.Zen. 731.10 (all iii B.C.):—fenugreek, Trigonella Foenum-graecum, Il. cc., Thphr.HP3.17.2, PLond.1.131.290 (i A.D.), Dsc.2.102, Sor.1.56, al., Gal.6.537, PHolm.15.25, etc.; written [pref] τίλ- in good codd. of Gp.2.18.11, al.------------------------------------A v. τᾶλις.
См. также в других словарях:
τιλ(λ)ά — Α (κατά τον Ησύχ.) «πτερά». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. τού πτίλα «φτερά»] … Dictionary of Greek
Οϊλενσπίγκελ, Τιλ — (Till Eulenspiegel). Μυθικό πρόσωπο γερμανικής καταγωγής. Οι περιπέτειες του είναι κυρίως φάρσες σε βάρος πριγκίπων, ιπποτών κλπ. Πιθανότατα είχε ως πρότυπο κάποιον επαγγελματία γελωτοποιό του 14ου αι. Το πρώτο του έργο, στο οποίο περιέγραφε τις… … Dictionary of Greek
Κορέζ — (Corrèze). Νομός (5.857 τ. χλμ., 232.576 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, στο διαμέρισμα Λιμουζέν (16.942 τ. χλμ., 710.939 κάτ.), με πρωτεύουσα την Τιλ. Η περιοχή είναι κυρίως αγροτική· οι κάτοικοί της ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την παραγωγή… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
ροντό — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… … Dictionary of Greek
ρόντο — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… … Dictionary of Greek
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
γρύπας — Μυθολογικό πλάσμα. Πρόκειται για φανταστικό ζώο με κεφάλι και φτερούγες αετού και σώμα λιονταριού ή όμοιο με αετό. Ο γ. ήταν γνωστός στην αρχαία ελληνική μυθολογία με την ονομασία γρυψ και πρωτοεμφανίστηκε στα αιγυπτιακά μνημεία της 12ης… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek