-
1 τήθεον
-
2 τήθυον
τήθυον, τό, an animal of the kind calledA ascidia or sea-squirt, Arist.HA 531a18 (v.l. τηθέου), PA 680a5, al.; once in Hom.,τηθεα διφῶν Il.16.747
(= εἶδος θαλασσίων ὀστρέων, Sch.), cf. Arist.Fr. 304. (For the variation τήθυον: τήθεον, cf. πτύον: πτέον, etc.; tethea is pl. in Plin.HN32.117, nom. sg. fem. ib. 151.)II τηθύα· τενάγη, ἂ προχέουσιν οἱ ποταμοί, Hsch.
См. также в других словарях:
τήθεον — τὸ, Α βλ. τήθυον … Dictionary of Greek
τήθος — τὸ, Α το μαλάκιο τηθύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη … Dictionary of Greek
τήθυον — και τήθεον, τὸ, Α 1. είδος χιτωνοφόρου μαλακίου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «τηθύα τενάγη, ἅ προχέουσιν οἱ ποταμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆθος] … Dictionary of Greek
τηθυνάκιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. σχηματισμένος από τη λ. τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τηθ ύνη (πρβλ. χελ ύνη) με υποκορ. κατάλ. άκιον κατά το ὀστρ άκιον. Είναι, όμως, πιθ. να πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek
τηθύνιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων». Ο τ. έχει προταθεί ως διόρθωση τού τ. τηθυνάκιον (για τον σχηματισμό βλ. λ. τηθυνάκιον)] … Dictionary of Greek