-
1 τεκμαίρει
τεκμαίρομαιassign: pres ind act 3rd sgτεκμαίρομαιassign: pres ind mp 2nd sg -
2 τεκμαίρω
a act., bear witness, give proof(of)τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον O. 6.73
τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
b med., judge (by signs)Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 4. -
3 τεκμαίρομαι
τεκμαίρομαι, dep. med., poet., 1) als Ziel oder Gränze setzen, übh. festsetzen, anordnen; bes. von der Gottheit od. dem Geschicke, vethängen, κακά τινι, Il. 6, 349. 7, 70; πόλεμόν τινι, Hes. O. 231; vom Könige, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ τεκμαίρομαι, ich setze die Entsendung fest, Od. 7, 317; δίκην, Hes. O. 241; auferlegen, anbefehlen, ἄλλην δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη, Od. 10, 563; in Bezug auf die Zukunft = verkündigen, voraussagen, τότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεϑρον, 11, 112. 12, 139; c. inf., bei sich festsetzen, beschließen, H. h. Ap. 285, dem φρονεῖν 287 entsprechend. – Pind. hat so auch das act. τεκμαίρω, zeigen, durch ein Zeichen erkennen lassen, bezeichnen, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον Ol. 6, 73, τεκμαίρει συγγενὲς ἰδεῖν N. 6, 8; u. so sagt Aesch. Prom. 608 ἀλλά μοι τορῶς τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει παϑεῖν, verkünde mir; endigen; τεκμήρατε πᾶσαν ἀοιδήν, Arat. 18. – 2; aus gewissen Zeichen erkennen, vermuthen, schließen, bes. für die Zukunft, einen Schluß machen, eine Vorbedeutung ziehen, ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι, Pind. Ol. 8, 3, aus dem Brandopfer ein Zeichen entnehmen, schließen, vgl. frg. 151, 5; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, Aesch. Prom. 336; ἀνὴρ ἔννους τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται, er schließt aus dem Alten auf das Neue, Soph. O. R. 916; εἰ τοῖς πάροιϑε χρὴ τεκμαίρεσϑαι, Eur. Rhes. 705; ἀφ' αὑτοῦ τὴν νόσον τεκμαίρεται, Ar. Vesp. 76; ἐσϑῆτι, aus der Kleidung schließen, an ihr erkennen, Her. 7, 16, 3, τούτοις τεκμαιρόμενος λέγω, 1, 57; Thuc. 1, 1. 4, 123; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς γεγενημένοις, aus dem Vergangenen die Zukunft errathen, beurtheilen, Isocr. 6, 59; Antiph. 5, 81; πολὺ δικαιότερόν ἐστι τοῖς ἔξ ἀρχῆς ῥηϑεῖσι τεκμαίρεσϑαι, Dem. 34, 48; ἔκ τινος, Plat. Rep. II, 368 b; ἀπό τινος εἰς τὰ ἄλλα, Theaet. 206 b; εἴ τι δεῖ τοῖς πρόσϑεν ὡμολογημένοις τεκμαίρεσϑαι, Etwas folgern, Euthyd. 289 b; ὥςτε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασϑαι, Phaedr. 230 b; τεκμηράμενος ἕδρας πρεπ ούσας, bezeichnend, Legg. VIII, 849 e; Xen. Cyr. 7, 5, 62; ὀφϑαλμοῖς, 4, 3, 21; τεκμήρασϑαι ἦν τῷ ψόφῳ, man konnte es aus dem Geräusche schließen, An. 4, 2, 4; τεκμήραιο δ' ἂν τοῠτο καὶ ἀπὸ τῶν ἔν ναυσίν, Xen. Mem. 3, 5, 6; τοῠτο δ' ἄν τις τεκμήραιτο ἐκ τούτου, Pol. 26, 10, 12; auch mit στοχάζεσϑαι vrbdn, 9, 2 l, 6. – Auch sich nach einem Zeichen umschen, oft mit dem Nebenbegriffe des Begehrens, Valck. Eur. Phoen. 186; τεκμαίρομαι εἴ με πεφίληκε, ungewiß sein, Strat. 19 (XII, 177); τεκμαίρεσϑαί τι πρός τι, Etwas auf ein Ziel hinrichten, vgl. D. Per. 100. 135. – Auch = zählen, Ap. Rh. 4, 217, τίς τάδε τεκμήραιτο.
-
4 τεκμαίρομαι
Aτεκμᾰροῦμαι X.Cyr.4.3.21
: [tense] aor.ἐτεκμηράμην Antipho 5.81
, etc., [dialect] Ep.τεκμ- Od.10.563
: ([etym.] τέκμαρ):—assign, ordain, esp. of the gods, ;Κρονίδης.. κακὰ.. τεκμαίρεται ἀμφοτέροισιν 7.70
; πόλεμον, δίκην τισὶ τ... [Ζεύς], Hes.Op. 229, 239: generally, of any person in authority, appoint, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ' ἐῢ εἰδῇς, αὔριον ἔς I am arranging your departure for to-morrow, Od.7.317; ; ἐν οἷς ἂν (sc. τόποις)νομοφύλακες.. τεκμηράμενοι ἕδρας πρεπούσας, ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων Pl.Lg. 849e
; with a notion of foretelling,τότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον Od.11.112
: c. inf., settle with oneself, i.e. design, purpose to do, h.Ap. 285, A.R.4.559.II after Hom. almost always, judge from signs and tokens, estimate,προσβάσεις πύργων E.Ph. 180
; κύματα, φύλλα, A.R.4.217: abs., form a judgement or conjecture, ὡς ἀνθρώποις τεκμαίρεσθαι (sc. δέδοται) Alcmaeon 1;τέτταρσιν ὀφθαλμοῖς X.Cyr. 4.3.21
; λέγουσι περὶ αὐτοῦ τεκμαιρόμενοι by conjecture, Id.Mem.1.4.1.2 the ground on which the judgment or conjecture is founded is commonly added in the dat., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι to judge by the burnt-offering, Pi.O.8.3;τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος Id.Fr.169.4
;τ. τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν Hdt.1.57
; τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τ. judge of the unknown by the known, Id.2.33, cf. 7.16.γ; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τ. A.Pr. 338;τὰ καινὰ τοῖς πάλαι S. OT 916
;τοῖς παροῦσι τἀφανῆ E.Fr. 574
; τοὺς.. περιεσομένους τοῖς ξύμπασι σημείοισι by all the symptoms, Hp.Prog.24, cf. Acut.68;τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις Isoc.4.141
; κατὰ [τὴν αἴσθησιν].. τὸ ἄδηλον τῷ λογισμῷ τ. Epicur.Ep.1p.6U.;περὶ τῶν μελλόντων τοῖς ἤδη γεγενημένοις Isoc.6.59
; alsoτ. τὰ μελλοντ' ἐκ τῶν γεγενημένων Din.1.33
, cf. X.Mem.4.1.2, Pl.Smp. 204c, Gal.6.470; ἀφ' αὑτοῦ τὴν νόσον τ. Ar.V.76, cf. Th.4.123, X.Mem.3.5.6, Pl.Phd. 108a, R. 409a, 501b;τ. ἀπὸ τούτων εἰς τὰ ἄλλα Id.Tht. 206b
;εἴ τι δεῖ τ. πρὸς τὸν ἄλλον αὐτοῦ τρόπον D.27.22
; πόθεν τοῦτο τεκμαίρῃ; Pl.Cri. 44a, cf. Phdr. 235c, R. 433b: rarely c. gen., τ. κατηγορίας οὐ προγεγενημένης from the fact that.., Th.3.53; τ. τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ judge of the road by the fire, App.BC5.87, cf. 45, Mith.5, Arat.1129, 1154; τ. τοῦ δένδρου πρὸς τὴν ναῦν estimate the tree with reference to.., Philostr.Im.2.17, cf. VA1.22.3 c. acc. et inf.,τ. τοῦτο οὕτως ἕξειν ἐκ τοῦδε X.Cyr.8.1.28
, cf. Pl.R. 578c, Gal.6.588, PRyl.74.5 (ii A.D.); also folld. by a relat. Particle, τεκμαιρόμενος ὅτι.. taking as an indication the fact that.., Th.1.1, cf. X.Lac.8.2; ὡς μέγα.. τὴν Αἴτνην ὄρος εἶναί φασι, τεκμαίρου guess how great.., Pl.Com.37; τ. εἰ.. to be uncertain whether.., AP12.177 (Strat.).III put forth, stretch out, ὁλκόν, οὖρον ([etym.] ὅρον), D.P.101, 135, 178: abs., project, of teeth, Nic. Th. 231.B [voice] Act. τεκμαίρω only in post-Hom. Poets, show by a sign or token, make proof of, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον circumstance proves the man, Pi.O.6.73; τεκμαίρει.. ἰδεῖν gives signs [for men] to see, Id.N.6.8;ἀλλά μοι.. τέκμηρον, ὅ τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν A.Pr. 605
(lyr.); κελεύθους indicate them, Nic.Th. 680; τ. ἀοιδήν guide it.., Arat.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεκμαίρομαι
-
5 τεκμαιρομαι
(fut. τεκμᾰροῦμαι, aor. ἐτεκμηράμην - эп. τεκμηράμην), редко τεκμαίρω (только praes. и aor. ἑτέκμηρα)1) (пред)определять, назначать, давать в удел(κακὰ ἀνθρώποισι Hom.; πόλεμόν τινι Hes.)
τ. δίκην Hes. — воздавать по заслугам2) указывать, предписывать(ὁδόν τινι Hom.)
τέκμηρον, ὅ τι μ΄ ἐπαμμένει παθεῖν Aesch. — скажи, что остается мне (еще) выстрадать3) решатьτεκμήρατο νηὸν ποιήσασθαι HH. — (Аполлон) решил построить себе храм
4) предвещать(ὄλεθρόν τινι Hom.)
5) воспринимать, наблюдать(ὀφθαλμοῖς Xen.)
6) (умо)заключать, судитьτ. τί τινι Soph., τι ἔκ и ἀπό τινος Thuc., Xen., Plat., τ. ἀπό τινος εἴς τι Plat., τινι περί τινος Isocr. и τι πρός τι Dem. — судить о чем-л. по чему-л., говорить что-л. на основании чего-л.;
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μέ γινωσκόμενα τ. Her. — на основании очевидного судить о неизвестном;πόθεν τοῦτο τεκμαίρει ; Plat. — из чего ты это заключаешь?;λέγω τεκμαιρόμενος Xen. — я говорю по догадке (предположительно) -
6 ἄγχι
ἄγχι, ἄγχιστοςa prep. c. dat., near, likeτεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
] Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ[ (fort. ἀγχιθ[) Pae. 7.10b superl. ἄγχιστος, very near, ever present “Απόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον” P. 9.64c n. pl. ἄγχιστα as prep. c. gen., nearestἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν N. 9.55
ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann: ἐτᾶς Bergk.) I. 2.10 πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένη Ἀθηνᾶ.) fr. 146. 2. -
7 ἄγχιστος
ἄγχι, ἄγχιστοςa prep. c. dat., near, likeτεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
] Χαρίτεσσί μοι ἄγχι θ[ (fort. ἀγχιθ[) Pae. 7.10b superl. ἄγχιστος, very near, ever present “Απόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον” P. 9.64c n. pl. ἄγχιστα as prep. c. gen., nearestἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν N. 9.55
ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann: ἐτᾶς Bergk.) I. 2.10 πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένη Ἀθηνᾶ.) fr. 146. 2. -
8 Ἀλκιμίδας
Ἀλκῐμῐδας son of Theon of Aigina, of the clan Bassidai, victor in boys' wrestling at Nemea -
9 ἄρουρα
a soil, earth pl. fields “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” (= βώλακα v. 37) P. 4.34τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.9
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρο[υρ]α φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
b generally, lands, estates εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει i. e. the land of Akragas O. 2.14ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (Hermann: - αισι codd.) P. 4.255 ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα (ἐν τοῖς Πυθίοις. Σ.) P. 11.15 Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8γαρύσομαι τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρού[ραις] ἵππους Μυρμιδόνων in Phthia Pae. 6.106c met.ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2
-
10 ἕκαστος
ἕκαστος (-ος; -αι; -ον, -ῳ, -ον.)1 each, every1 adj.aτεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον O. 6.74
ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἶον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2.bἕκαστος τις. τὰ δαὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.92
c ὡς ἕκαστος each respectively σε εἶδον, ἄφωνοι θὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (others understand ὡς = ὅτι: v. l. ἕκαστα, ἑκάστᾳ, ἑκάστα) P. 9.982 subs. everyone, everythingἕπεται δἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι in each step of my path Burton. P. 8.69τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.61
σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 1. in irregular apposition,φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν N. 7.54
-
11 νυν
a c. impv.σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ N. 1.13
μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν (Tricl.: νῦν codd.) I. 2.43b καί νυν καί νυν ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος νίσεται (byz.: νῦν codd.) O. 3.43 καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (byz.: νῦν codd.) O. 7.13 ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα (Boeckh: νῦν codd.) O. 10.78 ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 3.66 “τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες καί νυν ἐν τᾷδ ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα” (Tricl.: νῦν codd.) P. 4.42 καί νυν ἐν Πυθῶνι (Tricl.: νῦν codd.) P.9. 71. ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 11.7 τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν (Er. Schmid: δὲ καὶ νῦν codd.: καὶ νῦν Pauw.) N. 6.8c c. art., pro adv. ( φωνὰν) ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 11.44 -
12 ὁράω
ὁράω (ὁρῶν, -ῶντ(α); ὁρᾶν: aor. εἶδον, ἴδε(ν), εἶδε(ν), εἶδ(ε), ἔιδεν, ἴδον, εἶδον: ἴδω, ἴδῃ; ἴδετε; ἰδών, -όντ(α), ἰδοῖς(α); ἰδεῖν, ἰδέμεν: med. ἰδέσθαι:1ϝιδ-, ϝειδ- O. 9.62
, Πα. 1. 3, O. 14.16, P. 5.84) seea abs.,/c. acc.,/c. ἐς + acc.ἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον O. 6.53
εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν O. 9.62
εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
Κλεόδαμον ἰδοῖσ O. 14.22
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ, ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ ἐπεί πάμπρωτον εἶδον φέγγος” P. 4.111γάθησεν, ἐξαίρετον γόνον ἰδών P. 4.123
οἶκον ἰδεῖν P. 4.294
ὃς ἂν ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (Calliergus: ἴδοι codd.) P. 10.26γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμά τε καὶ δύναμιν υἱοῦ N. 1.56
εἶδεν δ' εὔκυκλονἕδραν N. 4.66
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν I. 2.18
πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα, ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον Pae. 1.3
ἀλλ οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν Pae. 6.106
]κλυτὰς ἴδω ι[ Pae. 6.170
]ποτ εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ Πα. 8A. 17. ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. ]ντις ιδων δ[ fr. 111. 9. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” ( ἰδόντα διακρ. codd.: transp. Bergk: <οὐ> add. Coraes) fr. 168. 6. c. ἐς + acc., τάκομαι εὖτ' ἄν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 11. [ ἴδετ' ἐν χορόν ( δεῦτ v. l.) fr. 75. 1.] as epexeg. inf.,τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50
σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις I. 7.22
b c. part. constr.εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.36
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
Θαλία τε ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.84
Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο παρμένοντας αἰχμᾷ P. 8.39
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.98
ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους N. 10.61
Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ/ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 8.c c. acc. cogn. ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον, ὁρῶντ ἀλκάν with courage in his gaze O. 9.111 -
13 συγγενής
συγγενής (-ής, -εῖ, -έσιν; -ές nom., acc.)a inherited, inbornἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
μεγαλᾶν πολίων ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας (H. J. Rose: post πολίων distinx. codd., fort. recte) P. 5.16 ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται pr. N. 1.28συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.40
b τὸ συγγενές, one's hereditary natureτὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.12
τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
c m. pl., kinsfolkσυγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.133
-
14 χρῆμα
( χρῆμ(α) nom., acc., - ατ(α), -ασι, -ατα.)a actionτεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον O. 6.74
ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.14
b pl. money τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” (cf. Alkaios, Z37 L-P.) I. 2.11 ἢ περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως fr. 123. 7. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. -
15 χρῆμα
A need, in the phrase παρὰ χ. or παραχρῆμα (q. v.); a thing that one needs or uses, cf. X.Oec.1.9 sq. (pl.): hence in pl., goods, property (χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται Arist.EN 1119b26
), Od.2.78, 203, al. (never in Il.), Hes.Op. 320, 407, etc.; of temple-treasures, heirlooms, etc., Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.);τὰ ἱρὰ χ. τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28
, cf. 9.81;θησαυρούς.. ἄλλα τε χρύσεα ἄφατα χ. Id.7.190
;πολλῶν χ. ἐξαίρετον ἄνθος A.Ag. 954
;πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματακαὶ κτήματα κατασκευάζειν· ἔστι δὲ χ. μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κ. δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις Isoc.1.28
; ; πρόβατακαὶ ἄλλα χ. X.An.5.2.4
; τὰ ἀνδράποδα.. καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται.. βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op. 686; χρήματ' ἄνηρ ' money makes the man', Alc.49, Pi.I.2.11; , cf. Ch. 135; alsoχρημάτων πένητες E.El.37
;τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu. 241
;χρήματα πορίζειν Id.Ec. 236
;ἄτιμοι ἦσαν τὰ σώματα, τὰ δὲ χ. εἶχον And.1.74
;χρημάτων ἥσσων Democr.50
;χρημάτων κρείσσων Th.2.60
; χρήμασι νικώμενος ibid.; χρημάτων ἀδωρότατος ib. 65;ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητήν Id.3.40
; ;ζημιοῦσθαι χρήμασιν Id.Lg. 721b
; even of debts,διαλῦσαι τὰ χ. D.20.12
;δεθέντ' ἐπὶ χρήμασιν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ Id.24.168
.—Acc. to Poll.9.87 the [dialect] Ion. used also the sg. in this sense, and so we find, ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι .. ; for how much money.. ? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.3.38; ταύτην (sc. τὴν χλανίδα) πωλέω μὲν οὐδενὸς χ. δίδωμι δὲ ἄλλως ib. 139; also in Thgn.197, χ. δ' ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται; in [dialect] Att., οὐδενὸς ἂν χ. δεξάμενοι at no price, And.2.4; and in later Prose, fund, sum of money, Arch. f. Religionswiss.10.211 (Cos, ii B. C.);τὸ πλῆθος τοῦ χ. D.S.13.106
, cf. Act.Ap.4.37, Luc.VH1.20; merchandise,Heraclit.
90, X.HG1.6.37, Th.3.74; property, substance, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).II generally, thing, matter, affair, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., h.Merc. 332, Hes.Op. 344, 402;χρημάτων ἄελπτον οὐδέν Archil. 74
;πάντων χ. δικαιότατον Mimn.8
;πρῶτον χρημάτων πάντων Hdt.7.145
; ἀντὶ πάντων χ. on every account, And.2.21; δεινότατον ἁπάντων χρημάτων ib.1; πᾶν χ. ἐκίνεε 'left no stone unturned', Hdt.5.96; τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον 'deeds show the man', Pi.O.6.74;πάντων χ. μέτρον ἄνθρωπος Protag.1
; περαίνεται τὸ χ. the issue is being decided, Plu.Caes.47: pl., simply, things,ὁμοῦ πάντα χ. ἦν Anaxag.1
, cf. Pl.Cra. 440a, Euthd. 294d, Plot.4.2.1.2 χρῆμα is freq. expressed where it might be omitted,δεινὸν χ. ἐποιεῦντο Hdt.8.16
; οἷόν τι χ. ποιήσειε ib. 138; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν ἀποικίην to send out a colony without any certain destination, Id.4.150; freq. in Trag., τί χρῆμα; = τί; what?τί χ. λεύσσω; A.Pr. 300
, Ch.10; or why? E.Alc. 512; so in gen., τοῦ χ. (sc. ἕνεκα); Ar.Nu. 1223;τί χ. δρᾷς; S.Aj. 288
, cf. Ph. 1231;τί χ. πάσχει; E. Hipp. 909
; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? A.Ch. 885;πικρόν τί μοι δοκεῖ χ. εἶναι Pl.Grg. 485b
; , al.; μάλιστα χρημάτων most of anything, i. e. certainly, Anon.Oxy.1611.68 (iii A. D.); cf.χρέος 11.2
.3 used in periphrases to express something strange or extraordinary of its kind, ὑὸς χ. μέγα a huge monster of a boar, Hdt.1.36;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Id.7.188
; τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον what a business the nights are! Ar.Nu.2; λιπαρὸν τὸ χ. τῆς πόλεως what a grand city! Id.Av. 826, cf. Lys.83; κλέπτον τὸ χ. τἀνδρός a thievish sort of fellow, Id.V. 933;τὸ χ. τοῦ νοσήματος Id.Lys. 1085
; μακάριον.. λέγεις τυράννου χ. your tyrant-creature, Pl.R. 567e;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plu.Ant.31
: without a gen.,ἔλαφον, καλόν τι χ. καὶ μέγα X.Cyr.1.4.8
; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theoc.15.83; κοῦφον χ. ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, of the poet, Pl. Ion 534b; χ. καλόν τι such a fine thing! Theoc.15.23; also in a periphrastic use, οὐδὲν χ. τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται cannot bend the elbow at all, Hp.Fract.42.b so, to express a great number or mass, as we say, a deal, a heap of.., πολλόν τι χ. τῶν τέκνων, χ. πολλὸν ἀρδίων, νεῶν, Hdt.3.109, 4.81, 6.43;χ. πολλόν τι χρυσοῦ Id.3.130
;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου E. Supp. 953
; ὅσον τὸ χ. παρνόπων what a lot of locusts! Ar.Ach. 150;ὅσον τὸ χ. τοῦ πλακοῦντος Id.Eq. 1219
;πολὺ χ. τεμαχῶν Id.Pl. 894
; τὸ χ. τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Id.Ra. 1278;τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χ. Id.Th. 281
; also of persons, χ. θηλειῶν womankind, E.Ph. 198;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. X.Cyr.2.1.5
;μέγα χ. Λακαινᾶν Theoc.18.4
: without a gen., ὅσον τὸ χ. ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε what a crowd.. ! Ar. Pax 1192.
См. также в других словарях:
τεκμαίρει — τεκμαίρομαι assign pres ind act 3rd sg τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek