-
21 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
22 издержки
-
23 покрывать
покрывать, покрыть 1) (накрывать) σκεπάζω, καλύπτω 2) (краской) χρωματίζω, μπογιατίζω· βερνικώνω (лаком ) 3) (возместить) καλύπτω· \покрывать издержки производства καλύπτω τα έξοδα της παραγωγής* * *= покрыть1) ( накрывать) σκεπάζω, καλύπτω3) ( возместить) καλύπτωпокрыва́ть изде́ржки произво́дства — καλύπτω τα έξοδα της παραγωγής
-
24 затрата
затра||таж1. (усилий и т. п.) ἡ δαπάνη, ἡ κατανάλωση [-ις]:\затрата энергии ἡ κατανάλωση (или ἡ δαπάνη) ἐνέργειας·2. обычно мм. (расходы, издержки) τό δξο-δο[ν]:большие \затрататы τά μεγάλα ἔξοδα· не щадить \затратат χωρίς νά λυπηθώ τά ἔξοδα. -
25 накладной
накладн||о́йприл 1.:\накладнойое золото (серебро) τό ἐπιχρύσωμα, τό ἐπαργύρωμα·2. (искусственный) ψεύτικος:\накладнойые волосы τά ψεύτικα μαλλιά· ◊ \накладнойые расходы τά μικρά Εξοδα, τά γενικά ἔξοδα. -
26 счет
счетм1. ὁ λογαριασμός, ὁ ὑπολογισμός:вести́ \счет чему́-л. κρατώ λογαρια-σμό[ν]·2. бухг. ὁ λογαριασμός:лицевой \счет ὁ ὁνομαστικός ' λογαριασμός· те-ку́щий \счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός· открыть \счет ἀνοίγω λογαριασμό·3. (за товар, за работу) ὁ λογαριασμός, ἡ φατούρα:плати́ть по \счету ἐξοφλβ λογαριασμό·4. муз. ὁ χρόνος, ὁ ρυθμός·5. спорт. τό σκορ, τό ἀποτέλεσμα:со \счетом 2:0 μέ σκορ δύο μηδέν ◊ за \счет μέ ἔξοδα, σέ βάρος· за свой \счет μέ δικά μου ἔξοδα· на че́й-л, \счет (относительно кого-л.) γιά λογαριασμόν κάποιου· э́то не в \счет αὐτό δέν λογαριάζεται· в два \счета разг στ6 ἄψε\счетσβήσε· без \счета ἀπειράριθμοι, ἀναρίθμητοι· в конечном \счете σέ τελευταία ἀνάλυση, στό κάτω κάτω· сводить \счеты κανονίζω τους λογαριασμούς μου, λογαριάζομαι· жить на чужой \счет ζῶ σέ βάρος ἄλλων быть на хорошем счету́ μέ ἐκτιμοῦν, ἀπολαύω ὑπολήψεως. -
27 εξοδάν
ἐξοδάωsell: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ἐξοδᾶ̱ν, ἐξοδάωsell: pres inf act (epic doric)ἐξοδάωsell: pres inf act (attic doric)ἐξοδάωsell: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ἐξοδᾶ̱ν, ἐξοδάωsell: pres inf act (epic doric)ἐξοδάωsell: pres inf act (attic doric) -
28 ἐξοδᾶν
ἐξοδάωsell: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ἐξοδᾶ̱ν, ἐξοδάωsell: pres inf act (epic doric)ἐξοδάωsell: pres inf act (attic doric)ἐξοδάωsell: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐξοδάωsell: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ἐξοδᾶ̱ν, ἐξοδάωsell: pres inf act (epic doric)ἐξοδάωsell: pres inf act (attic doric) -
29 затрата
-ы θ.1. ξόδευση, -εμα, δαπάνη•-большой суммы δαπάνη μεγάλου ποσού.
2. πλθ. έξοδα, δαπάνες•снижение -ат μείωση των δαπανών•
не шадя -ат μη αψηφώντας τα έξοδα.
-
30 изубыточить
κ. изубытчить-чу, -чишьρ.σ.μ.(παλ. κ. απλ.) βάζω σε έξοδα, ξοδεύω.μπαίνω σε έξοδα, ξοδεύομαι. -
31 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
32 свести
сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.
2. βλ. отвести (1 σημ.),3. βλ. сводить 1.4. αναμερίζω, απομακρύνω•лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.
5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•свести пятно βγάζω το λεκέ.
6. κόβω (το δάσος).7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•
-брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.
|| συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•свести курение περιορίζω το κάπνισμα•
свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.
|| φέρω, πε.-ριάγω.12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.
εκφρ.свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•свести с престола – εκθρονίζω•свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.
-
33 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
34 издержки
мн. τα έξοδα (πλ.)- διανομήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > издержки
-
35 кренгование
мор. η επισκευή (και τα έξοδα) της γάστρας του πλεούμενουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кренгование
-
36 лэндинг
мор. τα έξοδα της εκφόρτωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лэндинг
-
37 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
38 перерасход
1. (чего-л. больше того, что положено по норме) η υπερκατανάλωση, η υπερβολική/αυξημένη κατανάλωση 2. эк. η υπέρβαση (π.χ. του κόστους, του προϋπολογισμού κ.λπ.)οι υπερβολικές δαπάνεςτα υπερβολικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасход
-
39 покрывать
1. (накрывать) καλύπτω, σκεπάζω, επικαλύπτω, κουκουλώνω 2. (возмещать) καλύπτω 3. (накладывать на какую-л. поверхность тонкий слой какого-л. вещества) σκεπάζω, (επ)αλείφω 4. (обивать наружную поверхность чего-л.) ντύνω, επενδύω 5. (заполнять чем-л. по поверхности) καλύπτω, γεμίζω 6. (окутывать, охвачивать) σκεπάζω 7. (распростра-няться по поверхности чего-л., выступать на поверхность чего-л.) καλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрывать
-
40 проживание
1. (где-л.) η διαμονή 2. (рас-ходы на существование) τα έξοδα (πλ.) (διαμονής, διαβίωσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проживание
См. также в других словарях:
ἔξοδα — ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
υπερέξοδο — το, Ν 1. υπέρμετρη δαπάνη 2. στον πληθ. τα υπερέξοδα τα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek