Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα+έξοδα

  • 101 παρακά(μ)νω

    (αόρ. (ε)παράκανα и (ε)παράκαμα) μετ. переходить меру, перебарщивать (в чём-л.); перестараться (в чём-л.);

    παρακά(μ)νετε έξοδα — вы очень много тратите, у вас слишком большие расходы;

    § τό ( — или τα) παρακά(μ)νω — переходить границы дозволенного; — заходить слишком далеко;

    τό παράκανες ты слишком далеко зашёл, ты перешёл все границы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρακά(μ)νω

  • 102 παράσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) представление; спектакль, постановка; выступление (на сцене); 2) изображение, отображение (тж. в произведении искусства); 3) внешний вид, внешность, наружность; 4) филос., психол, образ; представление, понятие, идея; 5) юр. явка (в суд); присутствие, участие (в судебном процессе, чаще об адвокате); 6) πλ. дипл. представление, заявление протеста, демарш;

    κάνω παράστάσεις — сделать представление, заявить протест;

    7) мат. формула;

    § εξοδα παράστάσεως — представительские (деньги)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παράσταση

  • 103 περικόπτω

    μετ.
    1) урезывать, сокращать;

    περικόπτω τα περιττά έξοδα — урезать лишние расходы;

    2) обрезать; подрезать; обрубать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περικόπτω

  • 104 περιορίζω

    μετ.
    1) ограничивать; 2) заточать, заключать; 3) уменьшать; сокращать, умерять;

    περιορίζω τα έξοδά μου — сокращать свои расходы;

    4) сдерживать; обуздывать; образумливать;

    περιορίζω τα λόγια μου — сдерживать свой язык;

    1) — подвергаться ограничению;

    2) уменьшаться, сокращаться; становиться умеренным;
    3) довольствоваться, ограничиваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιορίζω

  • 105 περιττός

    η, ό[ν]
    1) лишний, бесполезный, ненужный;

    περιττά έξοδα — лишние затраты;

    κάθε συζήτηση είναι περιττή — всякий разговор тут бесполезен;

    2) (о числах) нечётный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιττός

  • 106 πληρώνω

    μετ.
    1) платить, выплачивать, оплачивать; расплачиваться;

    πληρώνω τα έξοδα — возмещать расходы;

    πληρώνω τα χρέη μου — расплачиваться с долгами;

    πληρώνω τοίς μετρητοίς (με δόσεις, σε είδος) — платить наличными (в рассрочку, натурой);

    πληρώνω τον λογαριασμό — платить по счёту;

    πόσο οφείλω να πληρώσω; — сколько с меня причитается?, сколько с меня следует?;

    2) перен. платить, расплачиваться; оплачивать;

    πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα — платить кому-л. той же монетой;

    τού

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πληρώνω

  • 107 συμπληρωματικός

    η, ό[ν]
    1) добавочный, дополнительный;

    συμπληρωματικά έξοδα — дополнительные расходы;

    2) придаточный, являющийся придатком, дополнением

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμπληρωματικός

  • 108 υποβάλλω

    (αόρ. υπέβαλα и υπέβαλον, παθ. αόρ. υποβλήθηκα и υπεβλήθην) μετ.
    1) подавать, представлять (в письменном виде);

    υποβάλλω αίτηση — подавать заявление;

    υποβάλλω παραίτηση — подавать в отставку;

    υποβάλλω τό έργο μου στον διαγωνισμό — подавать свою работу на конкурс;

    2) предлагать, вносить на рассмотрение, утверждение; выдвигать, выставлять (кандидатуру);

    υποβάλλ νομοσχέδιο — вносить законопроект;

    3) подвергать (чему-л.);

    υποβάλλ σε δοκιμασία — подвергать испытанию;

    υποβάλλω σε κόπους — заставлять тяжело работать;

    υποβάλλω σε ανάκριση — подвергать допросу;

    υποβάλλω σε έξοδα — вводить кого-л. в расходы;

    4) внушать, подсказывать (что-л.); наводить на мысль (о чём-л.); наталкивать (на что-л.);
    αυτός τού υπέβαλε να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο он научил его действовать таким образом; 5) театр, суфлировать; 6) см. υποκαθιστώ;

    § υποβάλλω τα σέβη μου — моё почтение;

    υποβάλλομαι — поддаваться самовнушению

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποβάλλω

  • 109 budget

    1. noun
    (any plan showing how money is to be spent: my budget for the month.) προϋπολογισμός
    2. verb
    1) (to make a plan showing this: We must try to budget or we shall be in debt.) προβλέπω (έσοδα, έξοδα)
    2) ((with for) to allow for (something) in a budget: I hadn't budgeted for a new car.) συμπεριλαμβάνω στον προϋπολογισμό

    English-Greek dictionary > budget

  • 110 costs

    noun plural (the expenses of a legal case: He won his case and was awarded costs of $500.) έξοδα

    English-Greek dictionary > costs

  • 111 expense

    [-s]
    1) (the spending of money etc; cost: I've gone to a lot of expense to educate you well.) έξοδα
    2) (a cause of spending: What an expense clothes are!) δαπάνη,έξοδο

    English-Greek dictionary > expense

  • 112 expenses

    [-siz]
    noun plural (money spent in carrying out a job etc: His firm paid his travelling expenses.) έξοδα

    English-Greek dictionary > expenses

  • 113 freight

    [freit]
    1) (goods being carried from place to place: air-freight; ( also adjective) a freight train.) φορτίο/φορτηγός
    2) (the money charged for carrying such goods: He charged me $100 freight.) έξοδα μεταφοράς,μεταφορικά,ναύλος

    English-Greek dictionary > freight

  • 114 go halves with

    (to share the cost with.) μοιράζομαι τα έξοδα

    English-Greek dictionary > go halves with

  • 115 go to town

    (to do something very thoroughly or with great enthusiasm or expense: He really went to town on (preparing) the meal.) ξηλώνομαι κανονικά / δεν σκέφτομαι κόπους ή έξοδα

    English-Greek dictionary > go to town

  • 116 incur

    [in'kə:]
    past tense, past participle - incurred; verb
    1) (to bring (something unpleasant) on oneself: to incur someone's displeasure.) επισύρω
    2) (to become liable to pay (a debt): to incur enormous debts.) επιβαρύνομαι (με έξοδα, δαπάνες, κλπ.)

    English-Greek dictionary > incur

  • 117 keep

    [ki:p] 1. past tense, past participle - kept; verb
    1) (to have for a very long or indefinite period of time: He gave me the picture to keep.) κρατώ, φυλάγω
    2) (not to give or throw away; to preserve: I kept the most interesting books; Can you keep a secret?) κρατώ
    3) (to (cause to) remain in a certain state or position: I keep this gun loaded; How do you keep cool in this heat?; Will you keep me informed of what happens?) διατηρώ, τηρώ
    4) (to go on (performing or repeating a certain action): He kept walking.) συνεχίζω
    5) (to have in store: I always keep a tin of baked beans for emergencies.) κρατώ
    6) (to look after or care for: She keeps the garden beautifully; I think they keep hens.) φροντίζω, διατηρώ
    7) (to remain in good condition: That meat won't keep in this heat unless you put it in the fridge.) διατηρούμαι
    8) (to make entries in (a diary, accounts etc): She keeps a diary to remind her of her appointments; He kept the accounts for the club.) κρατώ (ενήμερο)
    9) (to hold back or delay: Sorry to keep you.) καθυστερώ
    10) (to provide food, clothes, housing for (someone): He has a wife and child to keep.) συντηρώ
    11) (to act in the way demanded by: She kept her promise.) κρατώ
    12) (to celebrate: to keep Christmas.) γιορτάζω
    2. noun
    (food and lodging: She gives her mother money every week for her keep; Our cat really earns her keep - she kills all the mice in the house.) συντήρηση, έξοδα συντηρήσεως
    - keeping
    - keep-fit
    - keepsake
    - for keeps
    - in keeping with
    - keep away
    - keep back
    - keep one's distance
    - keep down
    - keep one's end up
    - keep from
    - keep going
    - keep hold of
    - keep house for
    - keep house
    - keep in
    - keep in mind
    - keep it up
    - keep off
    - keep on
    - keep oneself to oneself
    - keep out
    - keep out of
    - keep time
    - keep to
    - keep something to oneself
    - keep to oneself
    - keep up
    - keep up with the Joneses
    - keep watch

    English-Greek dictionary > keep

  • 118 maintenance

    [-tənəns]
    1) (the process of keeping something in good condition: car maintenance.) συντήρηση/έξοδα συντηρήσεως
    2) (the act of maintaining (a point of view etc).) (δια)τήρηση

    English-Greek dictionary > maintenance

  • 119 out-of-pocket

    adjective (paid in cash; paid out of your own pocket: out-of-pocket expenses.) απαιτών έξοδα

    English-Greek dictionary > out-of-pocket

  • 120 upkeep

    ((the cost of) the process of keeping eg a house, car etc in a good condition: She can no longer afford the upkeep of this house.) συντήρηση/ έξοδα συντήρησης

    English-Greek dictionary > upkeep

См. также в других словарях:

  • ἔξοδα — ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… …   Dictionary of Greek

  • προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • υπερέξοδο — το, Ν 1. υπέρμετρη δαπάνη 2. στον πληθ. τα υπερέξοδα τα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»