-
1 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
2 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
3 έξοδο
[эксодо] ονσ. о. издержка, расход.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έξοδο
-
4 έξοδο
[эксодо] ονσ. о. издержка, расход. -
5 έξοδο
dépense -
6 harcama
έξοδο, δαπάνη -
7 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
8 расход
расход м 1) το έξοδο, η δαπάνη 2) (потребление ) η κατανάλωση* * *м1) το έξοδο, η δαπάνη2) ( потребление) η κατανάλωση -
9 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
10 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
11 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
12 штрек
(горн) η οριζόντια στοά του ορυχείου (χωρίς έξοδο προς την επιφάνεια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штрек
-
13 έξοδος
η1) выход, выезд (действие и место);έξοδ του θεάτρου (κήπου) — выход из театра (сада);
έξοδος κινδύνου — запасный выход;
έξοδος εκ τού οίκου — выход из дома;
έξοδος εις την ξηράν — выход на берег;
2) воен, вылазка;3) уход, увольнение (из казармы, на берег, с работы и т. п.);έχω έξοδο — получать увольнение;
από τού στρατού — увольнение из армии, демобилизация;εθελουσία έξοδος υπαλλήλων — увольнение служащих по собственному желанию;
από το νοσοκομείο — выписка из больницы -
14 expense
[-s]1) (the spending of money etc; cost: I've gone to a lot of expense to educate you well.) έξοδα2) (a cause of spending: What an expense clothes are!) δαπάνη,έξοδο -
15 extra
['ekstrə] 1. adjective(additional; more than usual or necessary: They demand an extra $10 a week; We need extra men for this job.) πρόσθετος2. adverb(unusually: an extra-large box of chocolates.) εξαιρετικά3. pronoun(an additional amount: The book costs $6.90 but we charge extra for postage.) επιπλέον4. noun1) (something extra, or something for which an extra price is charged: The college fees cover teaching only - stationery and other equipment are extras.) έκτακτο(έξοδο),επιπλέον επιβάρυνση2) (in cinema or television, an actor employed in a small part, eg as a person in a crowd.) κομπάρσος3) (a special edition of a newspaper containing later or special news.) έκτακτη έκδοση -
16 расход
[*][ρασχότ) ουσ. α. έξοδο -
17 расход
[*][ρασχότ) ουσ α έξοδο -
18 безвыездный
επ.μόνιμος, χωρίς έξοδο από το σπίτι•-ое житье σπιτική κλεισμένη ζωή.
-
19 безвыходно
επίρ.χωρίς έξοδο, οικουρών. -
20 безвыходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. χωρίς έξοδο (από το σπίτι)•-ое сидение дома οικουρία.
2. του αδιεξόδου•-ое положение κατάσταση αδιεξόδου, το αδιέξοδο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τζαβέλας — Γράφεται και Τζαβέλλας. Επώνυμο σουλιώτικης φάρας πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν τόσο πριν την Επανάσταση, όσο και στη διάρκειά της. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Γεώργιος. Δευτερότοκος γιος του Λάμπρου και αδελφός του Φώτου. Έπεσε ηρωικά το 1802 σε … Dictionary of Greek
Γουναράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Μεσολόγγι. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος στις μάχες κατά τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και σκοτώθηκε στην Έξοδο. 2. Απόστολος. Πήρε μέρος στις πολιορκίες και στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 3. Δημήτριος. Σκοτώθηκε στην… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… … Dictionary of Greek
Τσαγκαράκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, η οποία καταγόταν από το Μεσολόγγι. 1. Δημήτριος. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 2. Ιωάννης. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. 3. Θωμάς. Πήρε μέρος στις πολιορκίες και στην Έξοδο του Μεσολογγίου… … Dictionary of Greek
εξόδιος — ον (AM ἐξόδιος, ον) [έξοδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην εκφορά νεκρού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) τραγούδι που παιζόταν με αυλό κατά την έξοδο τού χορού τής τραγωδίας β) εκφορά νεκρού, κηδεία, ξόδι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξόδιον α) έξοδος … Dictionary of Greek
παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Υπηρέτησε ναύκληρος σε διάφορα πλοία καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το πλοίο του κατέστρεψε μια τουρκική κανονιοφόρο και συνέλαβε αρματωμένη μια άλλη. Ανδραγάθησε στην καταστροφή… … Dictionary of Greek