Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ταξί-

См. также в других словарях:

  • ταξί — (taxi). Αυτοκίνητο για τη μεταφορά επιβατών και φορτίων με κόμιστρο. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1903. Ως τ. χρησιμοποιούνται επιβατηγά αυτοκίνητα, φορτηγά καθώς και ειδικά οχήματα με κατάλληλη κατασκευή. Ταξί σε δρόμο του Λονδίνου …   Dictionary of Greek

  • τάξι — τάξις arranging fem voc sg τάξῑ , τάξις arranging fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξί — το άκλ. (λ. γαλλ.), αγοραίο επιβατικό αυτοκίνητο με ταξίμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάξις — τάξῑς , τάξις arranging fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τάξις arranging fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξίμετρο — Συσκευή που χρησιμοποιείται στα ταξί και δείχνει το ύψος του κομίστρου που πρέπει να πληρώσει ο επιβάτης. Πρόκειται για μηχανικό μετρητή με κύλινδρο, που παίρνει κίνηση από εύκαμπτο άξονα, ο οποίος με έναν υποπολλαπλασιαστή με οδοντωτούς τροχούς …   Dictionary of Greek

  • πιάτσα — η, Ν 1. η πλατεία 2. αγορά, παζάρι, ευρύχωρος χώρος όπου οι πωλητές εκθέτουν για πούλημα διάφορα είδη 3. η χρηματιστηριακή αγορά («η πιάτσα σήμερα είναι χαλαρωμένη» παρατηρείται πτώση τών τιμών, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση) 4. φρ. α) «πιάτσα ταξί»… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοταξί — το, Ν άκλ. ταξί εφοδιασμένο με ραδιοτηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. radiotaxi < λατ. radius «ακτίνα» + taxi(βλ. ταξί)] …   Dictionary of Greek

  • ταξιτζής — ο, θηλ. ταξιτζού, Ν οδηγός ή ιδιοκτήτης ταξί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξί + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ταρίφα — (Tarifa). Πόλη και λιμάνι της Ισπανίας στην επαρχία Κάδιξ, στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Η πόλη (15.000 κάτ.) έχει μαυριτανικό φρούριο, αμφιθέατρο ταυρομαχιών, ιχθυοτροφεία και βιομηχανία διατηρημένων ψαριών. Κοντά στις ακτές της βρίσκεται το… …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»