-
81 Torment
v. trans.Harass: P. and V. πιέζειν, δάκνειν, αἰκίζεσθαι. Ar. and V. τείρειν, πημαίνειν (rare P.), V. γυμνάζειν.——————subs.Distress: P. ταλαιπωρία, V. δύη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ; see Torture.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Torment
-
82 Trouble
subs.Sorrow: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, ἄχος, τό, V. πῆμα, τό, ἆθλος, ὁ, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζύς, ἡ.You would have been free from all subsequent troubles: P. πάντων τῶν μετὰ ταῦτʼ ἂν ἦτε ἀπηλλαγμένοι πραγμάτων (Dem. 11).With little trouble: V. βραχεῖ σὺν ὄγκῳ.Difficulty doubt: P. and V. ἀπορία, ἡ.met., of sickness: P. πόνος, ὁ (Thuc. 2, 49), or use P. and V. τὸ κακόν.Be troubled: P. and V. πονεῖν, κάμνειν.Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).Zeal, energy: P. and V. σπουδή, ἡ.Troubles, difficulties: P. and V. κακά, τά, πάθη, παθήματα, τά, P. τὰ δυσχερῆ, τὰ ἄπορα, V. τἀμήχανον, τὰ δύσφορα, τὰ δυσφόρως ἔχοντα, μοχθήματα, τά, παθαί, αἱ, Ar. and V. πόνοι, οἱ.Disturbance: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.——————v. trans.Disturb: P. and V. ταράσσειν, θράσσειν (Plat. but rare P.), ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), V. ὀχλεῖν, Ar. and V. στροβεῖν, κλονεῖν, P. διοχλεῖν.I do not trouble: P. and V. οὔ μοι μέλει.Trouble about: P. and V. σπουδάζειν περί or ὑπέρ (gen.), φροντίζειν (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. σπουδὴν ἔχειν (gen.).Not to trouble about: use disregard.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trouble
-
83 Unhappiness
subs.Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ, πάθος, τό, πάθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, V. πάθη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ; see Misfortune.Misery: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, ἀθλιότης, ἡ, κακοπραγία, ἡ, P. and V. αἰκία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unhappiness
-
84 Weariness
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weariness
-
85 Woefulness
subs.Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ; see Misfortune.Unhappiness: P. ταλαιπωρία, ἡ, ἀθλιότης, ἡ; see Woe, Unhappiness.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Woefulness
-
86 Wretchedness
subs.P. ἀθλιότης, ἡ, ταλαιπωρία, ἡ, κακοπραγία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, P. and V. αἰκία, ἡ.Misfortune: P. and V. δυσπραξία, ἡ; see Misfortune.Meanness: P. φαυλότης, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wretchedness
-
87 meşakkat
δυσκολία, ταλαιπωρία -
88 zahmet
κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία -
89 obtíž
1) δυσκολία2) ταλαιπωρία -
90 discomfort
1) δυσφορία2) ταλαιπωρία -
91 trouble
1) ενοχλώ2) μπελάς3) ταλαιπωρία4) φασαρία
См. также в других словарях:
ταλαιπωρία — ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc/acc dual ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίᾳ — ταλαιπωρίαι , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρία — η 1. σωματική κακοπάθεια, κοπιαστική προσπάθεια, κόπος. 2. στενοχώρια, βάσανο, μαρτύριο: Ζωή γεμάτη ταλαιπωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος … Dictionary of Greek
ταλαιπωρίας — ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem acc pl ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαι — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαν — ταλαιπωρίᾱν , ταλαιπωρία hard labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριέων — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl (epic ionic) ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριῶν — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαις — ταλαιπωρία hard labour fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίη — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)