-
21 souffrance
ταλαιπωρία -
22 nepohodlí
ταλαιπωρία -
23 nepohodlnost
ταλαιπωρία -
24 niewygoda
ταλαιπωρία -
25 ταλαιπωρίας
ταλαιπωρίᾱς, ταλαιπωρίαhard labour: fem acc plταλαιπωρίᾱς, ταλαιπωρίαhard labour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
26 ταλαιπωρίαι
ταλαιπωρίαhard labour: fem nom /voc plταλαιπωρίᾱͅ, ταλαιπωρίαhard labour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
27 ταλαιπωρίαν
ταλαιπωρίᾱν, ταλαιπωρίαhard labour: fem acc sg (attic doric aeolic) -
28 ταλαιπωρίη
ταλαιπωρίαhard labour: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ταλαιπωρίαhard labour: fem dat sg (epic ionic) -
29 ταλαιπωριέων
ταλαιπωρίαhard labour: fem gen pl (epic ionic)ταλαιπωρίζωpronounce unhappy: fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
30 ταλαιπωρίαις
ταλαιπωρίαhard labour: fem dat pl -
31 ταλαιπωρίην
ταλαιπωρίαhard labour: fem acc sg (epic ionic) -
32 ταλαιπωρίης
ταλαιπωρίαhard labour: fem gen sg (epic ionic) -
33 ἀντ-έχω
ἀντ-έχω (s. ἔχω u. vgl. αντίσχω), entgegenhalten, χεῖρα κρατός Soph. O. C. 1647; – bes. intrans., ausdauern, aushalten, τινί, τὸ σῶμα τῇ ταλαιπωρίᾳ ἀντέχει Thuc. 2, 49; τῷ πόνῳ Plat. Tim. 81 d; Xen. Ag. 11, 10; Luc. Nigr. 27; ἐπιϑυμίαις 19; τοῖς ἐναντίοις, den Gegnern Widerstand leisten, ἐπὶ πολὺ ἀντεῖχον ἀλλήλοις Thuc. 6, 70; Xen. Hell. 4, 6, 2; πρὸς τοὺς καμάτους Herodian. 3, 6, 22; oft absol., Stand halten, sich halten, dem ἀναχάζεσϑαι entgegengesetzt, Xen. Cyr. 7, 1, 24; vgl. Aesch. Pers. 410; Thuc. 2, 70. 6, 69; Dem. 1, 25 (VVL. σώζεσϑαι); auch λίϑος ἐν πυρί Xen. Mem. 4, 7, 7; dah. οὐκ ἐπὶ πολὺ ἀντέχει. es hält nicht lange gegen, dauert nicht, Thuc. 2, 64; ἔςτ' ἂν αἰὼν ὁ ὐμὸς ἀντέχῃ Eur. Alc. 346; ὁ ποταμὸς οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ στρατῷ, er lieferte nicht hinlängliches Wasser, Her. 7, 108, u. so auch ποταμὸν οὐκ ἀντισχόντα τῇ στρατιῇ τὸ ῥέεϑρον ἀλλ' ἐπιλιπόντα 7, 58, wo Einige erkl.: der mit seinem Strome dem Heere keine Hindernisse in den Weg legte; ἀντέχειν περί τινος, auf etwas bestehen, Xen. Hell. 2, 2, 16. – Med., vor sich als Schutzmittel (dem Feinde entgegen) halten, ἀντίσχεσϑε τραπέζας ἰῶν, haltet euch die Tische vor zum Schutze gegen die Pfeile, Od. 22, 74. – Gew. τινός, sich an etwas halten, ϑυγατρός Eur. I. A. 1367; ϑυρῶν Ar. Lys. 161; vgl. Ach. 1086; übertr., Ἡρακλέος, dem Herakles anhangen, ihn verehren, Pind. N. 1, 33; τῆς ἀρετῆς, der Tugend anhangen, Her. 1, 134; Xen. Cyr. 3, 2, 27; τῆς ἀληϑείας Plat. Phil. 58 e; χρημάτων Xen. Mem. 3, 5, 8; τ οῦ πολέμου Her. 7, 53; τῆς φύσεως, der Natur folgen, Plat. Legg. VI, 773 e; τῆς ϑαλάττης, sich auf das Seewesen legen, Thuc. 1, 13; τῆς ϑαλάσσης ἀνϑεκτέα 1, 93; Pol. 3, 96 u. öfter; Gegensatz καταφρονεῖν Matth. 6. 24.
-
34 συντριμμα
- ατος τό1) щель, трещинаσ. ἔχειν Arst. — дать трещину, быть расколотым
2) разрушение(σ. καὴ ταλαιπωρία NT.)
-
35 мука
му́к||а I ж τό βάσανο[ν], ὁ πόνος, ἡ ταλαιπωρία:\мукаи творчества τά βάσανα τής δημιουργίας· родовые \мукаи οἱ ὠδίνες (или ὁ£ πόνοι) τοῦ τοκετοῦ· \мукаи голода τά βάσανα τής πείνας· ◊ хождение по \мукаам πορεία γεμάτη βάσανα.мука́ II ж τό ἀλεύρι, τό ἄλευρον / ἡ φα-ρίνα (тк. пшеничная)/ τό ἄμυλο[ν], ὁ νισεστές (картофельная):ржаная \мука τό ἀλεΰρι σίκαλης· ◊ перемелется, \мука бу́дет поел. ὀλα μέ τόν καιρό θά γίνουν. -
36 пытка
пытк||аж1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία. -
37 ταλαιπωριών
ταλαιπωρίαhard labour: fem gen plταλαιπωρίζωpronounce unhappy: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
38 ταλαιπωριῶν
ταλαιπωρίαhard labour: fem gen plταλαιπωρίζωpronounce unhappy: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
39 ταλαιπωρίησι
-
40 ταλαιπωρίῃσι
См. также в других словарях:
ταλαιπωρία — ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc/acc dual ταλαιπωρίᾱ , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίᾳ — ταλαιπωρίαι , ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρία — η 1. σωματική κακοπάθεια, κοπιαστική προσπάθεια, κόπος. 2. στενοχώρια, βάσανο, μαρτύριο: Ζωή γεμάτη ταλαιπωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταλαιπωρία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α [ταλαίπωρος] σωματική κακοπάθεια, κόπωση νεοελλ. στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες») αρχ. 1. βαριά και επίπονη εργασία 2. εξάσκηση 3. σωματικός πόνος … Dictionary of Greek
ταλαιπωρίας — ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem acc pl ταλαιπωρίᾱς , ταλαιπωρία hard labour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαι — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc pl ταλαιπωρίᾱͅ , ταλαιπωρία hard labour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαν — ταλαιπωρίᾱν , ταλαιπωρία hard labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριέων — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl (epic ionic) ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωριῶν — ταλαιπωρία hard labour fem gen pl ταλαιπωρίζω pronounce unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίαις — ταλαιπωρία hard labour fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαιπωρίη — ταλαιπωρία hard labour fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)