Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τίλ-

См. также в других словарях:

  • τιλ(λ)ά — Α (κατά τον Ησύχ.) «πτερά». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. τού πτίλα «φτερά»] …   Dictionary of Greek

  • Οϊλενσπίγκελ, Τιλ — (Till Eulenspiegel). Μυθικό πρόσωπο γερμανικής καταγωγής. Οι περιπέτειες του είναι κυρίως φάρσες σε βάρος πριγκίπων, ιπποτών κλπ. Πιθανότατα είχε ως πρότυπο κάποιον επαγγελματία γελωτοποιό του 14ου αι. Το πρώτο του έργο, στο οποίο περιέγραφε τις… …   Dictionary of Greek

  • Κορέζ — (Corrèze). Νομός (5.857 τ. χλμ., 232.576 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, στο διαμέρισμα Λιμουζέν (16.942 τ. χλμ., 710.939 κάτ.), με πρωτεύουσα την Τιλ. Η περιοχή είναι κυρίως αγροτική· οι κάτοικοί της ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • ροντό — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… …   Dictionary of Greek

  • ρόντο — Μουσική μορφή που χαρακτηρίζεται από την περιοδική επανάληψη μιας πλήρους αυτόνομης φράσης. Εμφανίζεται στη Γαλλία ήδη κατά τον Μεσαίωνα (rondeau) ως σύνθεση ποιητική, που τραγουδιέται και χορεύεται σε δυο εναλλασσόμενα θέματα (couplet = μονωδία… …   Dictionary of Greek

  • τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • γρύπας — Μυθολογικό πλάσμα. Πρόκειται για φανταστικό ζώο με κεφάλι και φτερούγες αετού και σώμα λιονταριού ή όμοιο με αετό. Ο γ. ήταν γνωστός στην αρχαία ελληνική μυθολογία με την ονομασία γρυψ και πρωτοεμφανίστηκε στα αιγυπτιακά μνημεία της 12ης… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»