-
1 πυρος
-
2 πυρὸς
огняогонь πυρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πυρὸς
-
3 πυρός
огняогонь огнем πυρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πυρός
-
4 Γη τού Πυρός
η архипелаг Огненная Земля -
5 Δια πυρός και σιδήρου
• Огнем и мечомИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δια πυρός και σιδήρου
-
6 πυρ
(πυρός) τό1) огонь;παραδίδω εις το πυρ — жечь, сжигать;
2) воен, огонь, пальба, стрельба; обстрел;φραγμός πυρός — огневая завеса;
θέσις πυρός — огневая позиция;
πυρά φραγμού — заградительный огонь;
καταιγιστικά (διασταυρούμενα) πυρά — шквальный (перекрёстный) огонь;
κατάπαυση τού πυρός — прекращение огня;
ανοίγω πυρά — открывать огонь;
παύω το πυρ — прекращать огонь;
διεξάγω εύστοχα πυρά — вести прицельный огонь;
δεν ακούγονται πυρά — не слышно выстрелов;
ανταλλαγή πυρών — перестрелка;
γραμμή πυρός — огневой рубеж, линия огня;
πυρ! огонь! (команда);
υπό τα πυρά — под огнём;
§ ασβεστον πυρ — вечный огонь;
διά πυρός και σιδήρου — огнём и мечом;
μεταξύ δυό πυρών — между двух огней;
είμαι πυρ και μανία — метать громы и молнии; — рвать и метать
-
7 πυρ
πῠρός τό (pl.: πυρά, dat. πυροῖς - поэт. πυροῖσι)1) (тж. π. φλογός NT.) огонь, пламяνηυσὴ π. ἐμβάλλειν Hom. — поджигать (досл. метать огонь в) суда;
π. πνεῖν Soph. — извергать пламя;ἐν πυρὴ γενοίατο! Hom. — пусть погибнут в огне!;φλὸξ πυρὸς βάτου NT. — горящий терновый куст;ἄνθρακες:πυρός NT. — горящие уголья;ὀφθαλμώ οἱ πυρὴ λάμπετον Hom. — глаза его горят огнем;φεύγοντα καπνὸν εἰς π. ἐμπίπτειν погов. Plat. — избегая дыма, попасть в огонь (ср. из огня да в полымя);π. ἐπὴ π. ἄγειν погов. Plat. — добавлять огонь к огню (ср. подливать масла в огонь);μετά τινος διὰ πυρὸς βαδίζειν погов. Arph. — разделять с кем-л. любые опасности;εἰς π. ξαίνειν погов. Plat. — чесать (шерсть) в огонь (ср. толочь воду в ступе)2) погребальный костер(ἐνὴ πυρὴ θέμεναί τινα Hom.)
3) жертвенный огонь(θυηλὰς ἐν πυρὴ βάλλειν Hom.)
4) небесный огонь, молния(π. καὴ στεροπαί Soph.)
5) перен. жар, пыл, страсть(θάλπειν τῷ ἀνηκέστῳ πυρί Soph.)
6) (= τὸ θερμόν) температура пламени(ἕτερον τὸ χρυσοχοϊκὸν π. ἀποτελεῖ καὴ τὸ μαγειρικόν Arst.)
-
8 θερομαι
(fut. θέρσομαι, aor. 2 ἐθέρην)1) греться, согреваться, нагреваться Plat., Plut.ἐπεί κε πυρός θερέω (aor. 2 conjct.) Hom. — когда я согреюсь у огня;
θ. πρὸς τῷ ἰπνῷ Arst. — греться у печи;θ. πρὸς τέν εἵλην Luc. — греться на солнце;θέρου! Arph. — погрейся!2) загораться, воспламенятьсяεἰσόκε νῆες πυρὸς δηΐοιο θέρωνται Hom. — пока (ахейские) корабли, подожженные противником, не вспыхнут;
-
9 παρανάλωμα
το:παρανάλωμα του πυρός — жертва огня;
έγινε παρανάλωμα τού πυρός — стал жертвой огня, сгорел дотла
-
10 αδειπνος
2непообедавшийηὐλίσθησαν ἄνευ πυρὸς καὴ ἄδειπνοι Xen. — они расположились лагерем, не зажигая огней и не поевши
-
11 αιγιπυρος
-
12 αιγλη
дор. αἴγλα ἥ1) блеск, сияние(ἠελίου, χαλκοῦ Hom.; Ὀλύμπου Soph.)
πυρὸς μέλαινα αἴ. Eur. — блеск догорающего огня2) дневной свет, сияние Hom., Soph.εἰς αἴγλαν μολεῖν Pind. — прийти на свет, родиться
3) факел(αἱ πυρφόροι αἶγλαι Soph.)
4) перен. блеск, слава(ἀέθλων Πυθίων Pind.)
-
13 αιθαλεος
-
14 αινυμαι
(только praes. и impf. αἰνύμην) брать, хватать, снимать(τεύχεα ἀπ΄ ὤμων, τόξον ἀπὸ πασσάλου Hom.)
αἴ. τινος Hom. — брать с собой что-л.;πόθος τινὸς αἴνυταί τινα Hom. — тоска по ком-л. охватывает кого-л.;ἄνευ πυρὸς αἴ. δόρπον Theocr. — есть пищу в сыром виде -
15 αμφηκης
дор. ἀμφάκης 21) обоюдоострый(φάσγανον Hom.; δόρυ Aesch.; γένυς Soph.; ξίφος Hom., Plut.)
2) раздвоенный, расщепленный(πυρὸς βόστρυχος Aesch.; перен. γλῶττα Arph.)
3) двусмысленный(χρησμός Luc.)
-
16 αμφιπυρος
-
17 αναφλεγω
1) вновь зажигать, разжигать(πυρὸς φῶς Eur.)
; pass. загораться, воспламеняться(ἀνεφλέγη ὅ ὄροφος Luc.)
2) распалять, возбуждать(τὸν ἔρωτα Plut.)
ἀκούσας ἀναφλέχθη Plat. — услышав (это), он вскипел (от негодования);ἀναφλεχθεὴς τὸ φιλότιμον Plut. — обуреваемый честолюбием -
18 αναφυσημα
-
19 αναχαλαω
1) ослаблять(τὸν δεσμόν Polyb.)
2) разрыхлять(ἀναχαλωμένη ἥ γῆ ὑπὸ τοῦ πυρός Plut.)
3) расширять, раскрывать(τοὺς πόρους Plut.)
-
20 ανεχω
ἀνέχω, ἀνίσχω(impf. ἀνεῖχον - med. ἠνειχόμην, fut. ἀνέξω и ἀνασχήσω, aor. 2 ἀνέσχον - med. ἠνεσχόμην, эп. ἠνσχόμην, pf. ἀνέσχηκα) тж. med.1) держать поднятым, высоко поднимать(χεῖρας Hom.; λαμπάδας Eur.; ἱερὰν φιάλην Plut.)
κόψε ἀνασχόμενος (sc. χεῖρας) σχίζῃ Hom. — он с размаху ударил обрубком2) простирать, протягивать(σκῆπτρον θεοῖσι Hom.; ἱεροὺς πτόρθους Λατοῖ Eur.; δῶρ΄ ἀθανάτοις Pind.)
3) показывать, зажигать(τὸ σημεῖον τοῦ πυρός Thuc.; φάος σωτήριόν τινι Eur.)
4) воссылать, возносить, обращать(εὐχὰς ἄνακτι Soph.; λόγον Eur.)
5) возвеличивать, прославлять(τι и τινά Pind.)
6) нести на себе, подпирать, перен. поддерживать(τοὺς πολέμους Thuc.)
; охранять, блюсти(εὐδικίας Hom.)
; хранить, защищать(Σικελίαν Thuc.)
7) соблюдать, справлять(ὄργια Arph.)
8) преимущ. med. переносить, терпеть(κήδεα Hom.; κακά Aesch., Arph.; ψύχη καὴ θάλπη Xen.)
ἀνέχεσθαι δουλοσύνης Hom. и δουλοσύνην Her. — переносить рабство, быть рабом;οὐκ ἀ. καμάτων Soph. — не выдерживать страданий;τέτλαθι καὴ ἀνάσχεο Hom. — терпи и крепись9) med. допускать к себе, терпеть у себя(ξείνους Hom.; δεσπότας τινάς Eur.; ἑτέρους νόμους Plut.)
ἀνέξομαι κλύων Aesch., Soph. — я охотно послушаю;οὐκ ἀ. τινος ἄλλα λέγοντος Plat. — не допускать, чтобы кто-л. говорил по-иному;ἀνέξομαί σε ὀλίγα λέγοντα Luc. — я готов выслушать от тебя несколько слов10) med. отваживаться, решаться11) сдерживать, удерживать(ἵππους Hom.)
μικρὸν ἀνασχὼν εἶπεν Plut. — после короткой паузы он сказал;οὐκ ἠνέσχετο, ἀλλ΄ εἰπών Xen. — он не удержался, чтобы не сказать12) подниматься восходить(ὅ ἥλιος ἀνέσχεν Plat.)
πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Her. — на восток13) воздерживаться, прекращать(τοῦ φονεύειν Plut.)
ἐπεὴ ἀνέσχεν Xen. — когда (все) кончилось14) высовываться, выступатьοὐκ ἐδυνάσθη ἀνσχεθέειν Hom. — он не мог вынырнуть (из воды);
αἰχμέ παρὰ ὦμον ἀνέσχεν Hom. — острие пронзило насквозь (досл. вышло сквозь) плечо;τὸ Καναστραῖον ἀνέχει μάλιστα Her. — Канастрейский мыс выдается дальше всего (в море);ἀ. πρὸς τὸ πέλαγος Thuc. — простираться до моря15) (по)являться возникатьπρῆγμα, ἐκ τοῦ σοί τι ἔμελλε λυπηρὸν ἀνασχήσειν Her. — дело, из которого получится для тебя неприятность;
τάδε ἐξ αὐτῶν ἀνασχήσει Her. — вот что из этого выйдет16) упорно продолжать, не переставатьσὲ στέρξας ἀνέχει Αἴας Soph. — тебя по-прежнему любит Эант;
ἀνεῖχεν διασκοπῶν Thuc. — он не переставал обдумывать17) med. держаться, цепляться(ἀλλήλῃσιν Hom. in tmesi)
18) останавливаться, задерживаться(ταύτῃ Thuc.)
См. также в других словарях:
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
πυρός — πῦρ fire neut gen sg πῡρός , πυρός wheat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γη του Πυρός — (ισπαν. Tierra del Fuego, Onasin στη διάλεκτο των ντόπιων ιθαγενών ‘Oνας). Αρχιπέλαγος (73.753 τ. χλμ.) της Νότιας Αμερικής, μεταξύ του Ειρηνικού ωκεανού στα Δ και του Ατλαντικού στα Α, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά από το Στενό του… … Dictionary of Greek
Κᾶν με χρῆ, διὰ τοῦ πυρὸς Ἐθέλω βαδίζειν. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
огньныи — (238) пр. 1.Огненный, горящий огнем, пылающий: си рѣкѧ всѧ смольна. а вълны ѥ˫а всѧ огньны. СбТр XII/XIII, 34 об.; тъ въвьрженъ бѹдеть въ пещь ѡгньнѹ. ПрЛ 1282, 96а; внезапѹ же вѣтръ припадъ. огньныи пламень. на чюж(д)ю нивѹ… принесе. (τὴν τοῦ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek