-
1 τετρημαι
-
2 τέτρημαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέτρημαι
-
3 τιτραω
(fut. τρήσω, aor. ἔτρησα; pass.: aor. ἐτρήθην, pf. τέτρημαι) просверливать, пробуравливать Her., Arph., Xen. -
4 συντετραίνω
A- τιτράναι Gal.5.238
, [ per.] 3sg. [tense] pres. imper. [voice] Pass.- τιτράσθω Heliod.
ap.Orib.44.23.59: [tense] fut. - τρήσω: [tense] aor. - έτρησα: [tense] pf. [voice] Pass. - τέτρημαι:— unite by a boring, channel, or passage,ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς Hdt. 2.11
(cf.παραλλάσσω 11.1
); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Pl.Ti. 91a, cf. Criti. 115d; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, D.37.38:—[voice] Pass., [οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into.., Hp.Aër.9 (interpol.);εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Pl.Phd. 111d
; [φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας D.S.3.44
;εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Pl. Criti. 115e
;συντετρῆσθαι τὰ πελάγη Str.7.5.9
;συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.HA 513a35
; , cf. 963b7;οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ' εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται Plu.2.502d
; συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Arist.Resp. 474a21.II metaph., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, A. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντετραίνω
-
5 τετραίνω
A (lyr.), Hdt.2.11); [tense] fut. τετρᾰνῶ Kourouniotes (iv B.C.); [dialect] Ion. [tense] fut. τετρᾰνέω ([etym.] δια-) Hdt.3.12: [dialect] Ep. [tense] aor. τέτρηνα, the only tense used by Hom.; [dialect] Att. inf.τετ ρᾶναι IG12.372E8
, 22.1678 a A5; part. ἐν-τετράνας ib. 1665.18, 1672.176:—[voice] Med., [tense] aor.ἐτετρηνάμην Gal.UP15.6
, ([etym.] δι-) Ar. Th.18:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐτετράνθην Lyc.781
, AP (v. infr.). Other tenses are formed from stem τρη- (never τρᾱ-), [tense] fut.τρήσω Lyc.665
: [tense] aor.ἔτρησα Hp.Morb.2.28
, LXX 4 Ki.12.9, IG7.3073.71 (Lebad., ii B.C.), etc., ([etym.] συν-) Pl.Ti. 91a, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. ἐτρησάμην ([etym.] δι-) Gal.4.708:— [voice] Pass., [tense] aor.ἐτρήθην Gp.5.33.7
, ([etym.] ἀν-) Trypho ap.Ath.4.182e: [tense] pf. τέτρημαι (v. infr.): [tense] plpf. [ per.] 3pl.τετρήατο Emp.84.9
. A [tense] pres. [full] τιτραίνω occurs in Thphr.HP5.4.5 ([voice] Pass.), with an [tense] aor. ἐτίτρᾱνα ib.2.7.6, 5.4.5: [ per.] 3pl. im [tense] pf. [voice] Pass. τετρήνοντο in Call.Dian. 244 is f.l. for τετρήναντο or τετραίνοντο, and τετρήνεται in Hp.Nat.Puer.17 f.l. for τετραίν-. The [tense] pres. [full] τιτράω first in [voice] Pass. , Dsc.5.75, Hsch.; [ per.] 2sg. [tense] pres. imper. [voice] Act.τίτ ρα PHolm.4.40
: the [tense] pres. [full] τίτρημι first in [ per.] 3sg. [tense] pres.κατα-τίτρησι Gal.13.937
; [tense] pres. part. nom. sg. fem.τιτρᾶσα Id.UP16.6
; nom. pl.δια-τιτράντεα D.C.69.12
. The compds. with διά and σύν are more used than the simple Verb; cf. also those with κατά, ἀνά, ἐν, and ἐκ:—bore through, pierce, perforate,ποδῶν τέτρηνε τένοντε Il.22.396
;τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Od.23.198
, cf. 5.247:—[voice] Pass.,πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Emp.100.3
;λίθος τετρημένος Hdt.2.96
; ὁ οὐρανὸς τέτρηται has holes in it, Id.4.158; τέτρηται δικτύου πλέον (Ahrens for τέτρωται) A.Ag. 868; τέτρηνται, of the urinary passage, v.l. in Hp.Aër.9;ὥσπερ κόσκινον τέτ ρηται Ar.Fr. 480
; ὁ τετρημένος πίθος, v. πίθος 1.2; [Χάσμα] δι' ὅλης τῆς γῆς τετρημένον Pl.Phd.11
2a; κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρ. Arist.HA 496a22;τετρανθεὶς αὐλός AP6.296
(Leon.). (Cf. τέρετ ρον, τερηδών.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραίνω
См. также в других словарях:
αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… … Dictionary of Greek
τετρημένος — η, ο, Ν φρ. «τετρημένο πέταλο» ανατ. οστέϊνο τετράπλευρο πέταλο το οποίο βρίσκεται σε οριζόντια θέση με το οποίο συνάπτονται μεταξύ τους οι δύο πλάγιες μοίρες τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. τέτρημαι τού αρχ. ρ. τετραίνω* «τρυπώ,… … Dictionary of Greek