Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τέτρημαι

См. также в других словарях:

  • αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • τετρημένος — η, ο, Ν φρ. «τετρημένο πέταλο» ανατ. οστέϊνο τετράπλευρο πέταλο το οποίο βρίσκεται σε οριζόντια θέση με το οποίο συνάπτονται μεταξύ τους οι δύο πλάγιες μοίρες τού ηθμοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. τέτρημαι τού αρχ. ρ. τετραίνω* «τρυπώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»