Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τίτρημι

См. также в других словарях:

  • τίτρημι — Α βλ. τετραίνω …   Dictionary of Greek

  • τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… …   Dictionary of Greek

  • συντίτρημι — A (μτγν. τ.) συντετραίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίτρημι, μτγν. τ. τού τετραίνω «τρυπώ, διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ter-3, terǝ- and teri-, trī- —     ter 3, terǝ and teri , trī     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren”     Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»