Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τέσσαρας

См. также в других словарях:

  • τέσσαρας — τέσσαρες four masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • Школа Флангиниса — (греч. Φλαγγίνειος Σχολή, итал. Collegio Flanginiano) или Эллиномусион Флангиниса (греч. Ελληνομουσείο Φλαγγίνη  греческое образовательное учреждение действовавшее в Венеции, Италия, с 1664 1665 по 1905 год[1][ …   Википедия

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγός — ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός) (γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.) νεοελλ. (ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς… …   Dictionary of Greek

  • παρεξίημι — Α 1. εξάγω, αφήνω κάτι να βγει έξω 2. (για χρόνο) αφήνω να περάσει («τέσσαρας... παρεξῆκε ἡμέρας», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξίημι «βγάζω, αφήνω κάτι να βγει»] …   Dictionary of Greek

  • πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • τετράθετος — ον, Α (κατά τον σχολιαστή στην Ιλ.) «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους». [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. πεντά θετος] …   Dictionary of Greek

  • τετραελίκωπες — Α (κατά τον Ησύχ.) «τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἑλίκωξ, ωπος «αυτός που έχει ζωηρά μάτια»] …   Dictionary of Greek

  • τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»