Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔρειδε

См. также в других словарях:

  • ἔρειδε — ἐρείδω cause to lean pres imperat act 2nd sg ἐρείδω cause to lean imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»