Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τέναγος

См. также в других словарях:

  • τέναγος — shoal water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέναγος — άγους, το, ΝΑ νεοελλ. (γεωλ. οικολ.) κατηγορία υδροβιοτόπου με εμφανές στάσιμο νερό που χαρακτηρίζεται από βλάστηση αγρωστωδών και από ελάχιστα αποστραγγιζόμενα αλλά πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία εδάφη αρχ. συν. στον πληθ. τὰ τενάγεα αβαθή νερά… …   Dictionary of Greek

  • τέναγος — το βάλτος, τέλμα, έλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τενάγει — τέναγος shoal water neut nom/voc/acc dual (attic epic) τενάγεϊ , τέναγος shoal water neut dat sg (epic ionic) τέναγος shoal water neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενάγη — τέναγος shoal water neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέναγος shoal water neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεναγέων — τέναγος shoal water neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενάγεα — τέναγος shoal water neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενάγεσι — τέναγος shoal water neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενάγεσιν — τέναγος shoal water neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενάγεσσι — τέναγος shoal water neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενάγεσσιν — τέναγος shoal water neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»