-
1 τανύ-φλοιος
τανύ-φλοιος, eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.
-
2 τανύφλοιος
τᾰνύ-φλοιος, ον, of trees,A with longstretched bark, i.e. of tall or slender growth,κράνεια Il.16.767
;αἴγειρος S.Fr.593.2
(lyr.);ἔρινος Theoc.25.250
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύφλοιος
-
3 τανύφλοιος
τανύ - φλοιος: with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τανύφλοιος
-
4 τανύφλοιος
τανύ-φλοιος, eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen -
5 τανυφλοιος
2с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т.е. высокий(κρανείη Hom.; ἐρινεός Theocr.)
См. также в других словарях:
λειόφλοιος — α, ο (Α λειόφλοιος, ον) αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί φλοιος, τανύ φλοιος] … Dictionary of Greek
τανύφλοιος — ον, Α (για δένδρα) 1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό 2. (κατ. επέκτ.) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ φλοιος). Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek