-
1 σώοι
σῶςsafe and sound: masc nom /voc pl (attic)——————σῶςsafe and sound: masc nom /voc pl (attic) -
2 σῶοι
Βλ. λ. σώοι -
3 σῷοι
Βλ. λ. σώοι -
4 σῶς
σῶς (A), ὁ, ἡ, σῶν, τό, defect. Adj. of which the foll. forms occur: [dialect] Att. and later Gr. nom. σῶς, σῶν, Th.8.81, D.21.126; acc.Aσῶν Th.3.34
, D.20.142; nom. pl. σῷ (written σῶ, but cf. EM742.1 )cited by Ael.Dion. Fr. 302 from Th.1.74 (where σῶοι codd.); also σοῖ Ael.Dion.l.c.; acc. pl.masc.σῶς D.5.17
, 8.16, 19.75, Luc.Phal.2.4; fem.sg.σᾶ Ar.Fr. 631
, IG14.644.15 ([place name] Bruttium), prob. in ib.22.123.8, but σῶς as fem., E.Cyc. 294, Ar.Fr. 658, Pl.Phd. 106a, Call.Aet.3.1.40; neut. pl.σᾶ E.Fr. 762
, Pl.Criti. 111c, Ath.Mitt.49.3 (Attica, iv B.C.): [dialect] Ep. nom. sg. masc. σῶς ll.22.332 (here guaranteed by the metre), 13.773, Od.5.305, 15.42, 16.131, 22.28;σόος 19.300
; acc.σῶν Il.1.117
(v.l. σόον, σάον), 17.367 (v.l. σόον); σόον 7.310
, 8.246, 16.252 (v.l. σάον); nom. sg. fem.σόη 15.497
; nom. pl. masc.σόοι 1.344
, 5.531, 15.563, Od.4.98; nom. pl. neut.σόα Il.24.382
, Od.13.364: Hdt. has nom. sg.σῶς 1.24
, al.; neut. σόον (v.l. σῶον) 2.181; pl. σόοι (v.l. σῶοι) 8.39; fem. σόαι ( σῶαι codd.) 1.66; neut. σόα (v.l. σῶα) 4.124, 6.86.ά; gen. pl. neut. σόων (v.l. σώων) 2.121.β: Hp. hasσῶον Art.53
: the stem σωο- never appears in Hom. or early poets, but is found in later poetry (nom.σῶος Max.386
; [comp] Comp.σωότερος A.R.1.918
), and in an [dialect] Att. prose Inscr., neut.σῶον IG12.59.13
, along with σῶν ib.128.6, 22.1172.14; the foll. forms from σωο- are found in [dialect] Att. and later texts:σῶος X.An.3.1.32
, Luc.Abd.5;σῶον Lys.7.17
, 20.24, Arist. Oec. 1347a24, Plu.2.786f,Sor.2.60,Aristid. 1.425 J., Lib. Or.48.3;σῶοι X.An.2.2.21
, al., D.19.57, 153,326;σώους Luc.Laps.8
, Aristid.1.426 J.;σῶα X.Cyr.7.4.13
, HG1.1.24, Arist. Ath.30.4; fem.σώα X.HG7.4.4
, D.56.37, Aristid.2.78 J.; acc.σώαν D.21.177
, Aristid.2.428 J.; gen.σώας D.19.78
, OGI214.20 (Didyma, iii B.C.): the Papyri have acc.sg.masc.σῶον PLond.2.301.13
(ii A.D.), etc., acc. pl. neut. (i B.C.), etc.: the word is rare in LXX, acc. sg. masc.σῶον 2 Ma.12.24
; nom. pl. fem. σῶαι (v.l. σῶοι) Thd. Bel 17; acc. pl. masc.σώους 3 Ma.2.7
; neut.σῶα 2 Ma.3.15
; not found in NT: acc. to Thom.Mag.p.328 R. σῶς is [dialect] Att. for σῶος, σῶν for σῶον (masc. and neut.), σῶς for σώους and σώας, but all other [dialect] Att. forms are un[var] contr. ([etym.] σῶοι, σῶα): the form σῷος is recommended by Did. ap. EM741.43, but rejected by Hdn.Gr.ib.46 (cf. Hdn.Gr.2.53), and is found in cod. Σ of D.18.49, al.;σῴην Babr.94.8
;σῷον AP6.349.6
(Phld.): the form σάος is preserved as v.l. in Il.1.117 (ap.A.D.Conj. 223.10), 16.252, and in the [comp] Comp. σαώτερος, v. σάος:—safe and sound, alive and well, of persons,ἔφης.. σῶς ἔσσεσθ' Il.22.332
;οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Od.15.42
;ὅτι οἱ σῶς εἰμι 16.131
; βούλομ' ἐγὼ λαὸν σῶν (v.l. σόον, σάον)ἔμμεναι Il.1.117
, cf. 8.246;σόοι ἔμμεναι Od.4.98
;ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Il.15.497
;σόοι εἶναι Hdt.5.96
;σῶς καὶ ὑγιής Id.4.76
, Th.3.34, Pl.Ti. 82b.II of things, safe, whole, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (sc. τὰ κειμήλια) Il.24.382, cf. Od.13.364, Hdt.6.86.ά; οὐδέ κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (v.l. σόον) Il.17.367; so ἄγαλμα.., τὸ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν σόον was preserved, extant, Hdt.2.181; , cf. 8.39;ποτὸν.., εῐπερ ἐστὶ σῶν S.Ph. 21
;ἔστι σῶν [θοἰμάτιον] καὶ σὐκ ἀπόλωλεν Pl.Phd. 87b
; ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος ib. 106a; τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον ib.e;ἔχειν τι σῶν X.An.7.6.32
; τῶν σημάντρων ἐόντων σόων intact, Hdt.2.121.β ; σῶαι αἱ σφραγῖδες; LXX Bel17; (ii A.D.);ἅ τε ἐὰν λάβῃ, σῶα συντηρήσειν καὶ ἀποδώσειν BGU1106.31
(i B.C.); of money, intact, undiminished, E.Hec. 994;τἀργύριον σῶν παρέχειν Ar.Lys. 488
, IG22.1172.14, cf. Pl.R. 333c;σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα X.Cyr.7.4.13
.2 of events, safe, sure, certain,νῦν τοι (μοι) σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Il.13.773
, Od.5.305, 22.28. ( σάϝος, cf. Cypr. pr. n. Σαϝοκλέϝης.)------------------------------------A = βλάστησις, dub. in Hsch. s.v. σῶν. -
5 σχόμενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχόμενος
См. также в других словарях:
σῶοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῷοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαόμβροτος — ον, Α αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί μβροτος, τερψί μβροτος)] … Dictionary of Greek
σω — (I) σῶ, άω, Α σήθω*. κοσκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σήθω]. (II) έω, Ν σείω, κουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Διαλ. τ. τού ρ. σείω]. (III) σῷ, οἱ, Α (αττ. συνηρημένος τ.) σῷοι … Dictionary of Greek
Αγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυκλικός ποιητής από την Τροιζήνα (8ος αι. π.Χ.). Έγραψε, γύρω στο 700 π.Χ. το έπος Νόστοι,με θέμα τις περιπέτειες των Ελλήνων μετά την άλωση της Τροίας. Το έπος αυτό, που δεν διασώθηκε, παρουσίαζε τις ταλαιπωρίες των … Dictionary of Greek
Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… … Dictionary of Greek
Δελφίνια — Γιορτή που διοργανωνόταν στις αρχές της άνοιξης προς τιμήν του Δελφινίου Απόλλωνα,σε όλα τα παράλια του Αιγαίου και ιδιαίτερα στην Αττική και στην Αίγινα. Η γιορτή της Αττικής διεξαγόταν την 6η ημέρα του μήνα Μουνιχιώνα (τον αντίστοιχο σημερινό… … Dictionary of Greek
Δουνκέρκη — (Dunkerque). Πόλη (70.689 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας που ανήκει στον νομό Νορ (5.742 τ. χλμ., 2.562.476 κάτ.). Βρίσκεται κοντά στον πορθμό του Καλέ, στα σύνορα με το Βέλγιο. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα λιμάνια της Βόρειας θάλασσας (απ’… … Dictionary of Greek
Υδάρνης — Όνομα Περσών στρατηγών και μεγιστάνων. 1. Πέρσης στρατηγός, γιος του Υδάρνη, που ηγήθηκε 10.000 επίλεκτων Περσών που τους ονόμαζαν «αθάνατους», γιατί όταν κάποιος απ’ αυτούς πέθαινε ή σκοτωνόταν τον αντικαθιστούσαν αμέσως με άλλον. Όταν ο Ξέρξης… … Dictionary of Greek
ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)