Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σόα

См. также в других словарях:

  • σόα — σόος neut nom/voc/acc pl σόᾱ , σόος fem nom/voc/acc dual σόᾱ , σόος fem nom/voc sg (doric aeolic) σῶς safe and sound neut nom/voc/acc pl (ionic) σόᾱ , σῶς safe and sound fem nom/voc/acc dual (ionic) σόᾱ , σῶς safe and sound fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόας — σόᾱς , σόος fem acc pl σόᾱς , σόος fem gen sg (doric aeolic) σόᾱς , σῶς safe and sound fem acc pl (ionic) σόᾱς , σῶς safe and sound fem gen sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόαν — σόᾱν , σόος fem acc sg (doric aeolic) σόᾱν , σῶς safe and sound fem acc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • σόαι — σόος fem nom/voc pl σόᾱͅ , σόος fem dat sg (doric aeolic) σῶς safe and sound fem nom/voc pl (ionic) σόᾱͅ , σῶς safe and sound fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • μηλοσόη — και μηλοσόα (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι ἧς πρόβατα ἐλαύνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + σόη (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιππο σόα] …   Dictionary of Greek

  • Αβησσυνοί — Λαός της Αιθιοπίας, που προήλθε από επιμιξία σημιτικών φύλων και νέγρων. Οι Α. (Τιγκρέ, Αμχάροι και Σόα) έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους λευκούς, μόνο που έχουν κατσαρές τρίχες (ουλότριχες) και το χρώμα του δέρματός τους είναι μελαμψό.… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος Β’ — (Tewodros II, 1818 – Μάγδαλα 1868). Βασιλιάς της Αιθιοπίας (1855 68). Γόνος ταπεινής οικογένειας, ο Λιγκ Kάσα (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) απέκτησε γρήγορα τη φήμη γενναίου πολεμιστή. Mετά τον θάνατο του θείου του, κυβερνήτη των επαρχιών… …   Dictionary of Greek

  • Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»