Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύνδικος

См. также в других словарях:

  • σύνδικος — one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… …   Dictionary of Greek

  • σύνδικος — ο 1. επίτροπος υποθέσεων εταιρείας, σωματείου κτλ. 2. «σύνδικος πτώχευσης», επίτροπος στον οποίο αναθέτουν τη διαχείριση της περιουσίας ενός που έχει πτωχεύσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνδικος — σύνδικος , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκοις — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκου — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκους — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκων — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικε — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικοι — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδικον — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»