-
1 Έκδικος
-
2 Ἔκδικος
-
3 έκδικος
-
4 ἔκδικος
-
5 ἔκδικος
ἔκδικος, ον (s. prec. two entries; Trag. et al.; ins, pap, LXX; JosAs 28:3; SibOr 3, 365; Tat.) pert. to justice being done so as to rectify wrong done to another, punishing, subst. one who punishes (Plut., Mor. 509f; Herodian 2, 14, 3; 7, 4, 5; Sir 30:6; Wsd 12:12; 4 Macc 15:29) of God: (Appian, Bell. Civ. 2, 85 §360; Jos., Bell. 5, 377) ἔ. περὶ πάντων τούτων 1 Th 4:6. Of civil authority: διάκονος ἔκδικος agent of punishment Ro 13:4.—ἕως ἔλθῃ ἔ. until an avenger comes (for the murder of Zachariah) GJs 24:2.—DELG s.v. δίκη. M-M. TW. -
6 εκδικος
I21) беззаконный, нечестивый(ἀνήρ Soph., Eur.)
ἔκδικα πάσχειν Aesch. — незаслуженно страдать2) несущий возмездие, карающий, мстящий(χρονος Anth.)
αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (sc. γέρανοι) Plut. — отмстившие за Ивика журавлиIIὅ (= σύνδικος См. συνδικος, лат. cognitor civitatis) юр. экдик, представитель государственных интересов, прокурор Cic., Plin.J. -
7 ἔκδικος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔκδικος
-
8 έκδικος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έκδικος
-
9 ἔκδικος
мститель, несущий возмездие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔκδικος
-
10 ἔκδικος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔκδικος
-
11 ἔκδικος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-3=3 4 Mc 15,29; Wis 12,12; Sir 30,6avenging, maintaining the right Wis 12,12ἔκδικε τοῦ νομοῦ oh, avenger of the law! 4 Mc 15,29→ NIDNTT; TWNT -
12 ἔκδικος
ἔκδῐκ-ος, ον,A lawless, unjust,ἔκδικα πάσχω A.Pr. 1093
(anap.); of persons, S.OC 920, Ael.NA16.5 ([comp] Sup.). Adv. , etc.II maintaining the right, avenging,ἔχει θεὸς ἔ. ὄμμα Batr.97
;ἔ. χρόνος AP12.35
(Diocl.), cf. LXX Wi.12.12.2 Subst., avenger, Hdn.7.4.5;αἱ Ἰβύκου ἔ. Plu.2.509f
.3 public advocate or prosecutor, IG9(1).61, Cic.Fam.13.56.1, Michel 459 ([place name] Telmessus), BMus.Inscr.481*.315 (Ephesus, ii A.D.).4 generally, legal representative, POxy.261.14 (i A.D.), Plin.Ep.Traj.110, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκδικος
-
13 ἔκδικος
-
14 έκδικ'
-
15 ἔκδικ'
-
16 έκδικον
-
17 ἔκδικον
-
18 εκδίκως
-
19 ἐκδίκως
-
20 Έκδικ'
См. также в других словарях:
Ἔκδικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδικος — lawless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… … Dictionary of Greek
Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές … Dictionary of Greek
ἐκδίκως — ἔκδικος lawless adverbial ἔκδικος lawless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδικον — ἔκδικος lawless masc/fem acc sg ἔκδικος lawless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭКДИК — • Έκδικος, государственный адвокат, который должен был блюсти интересы государства и выступал преимущественно в делах фиска как адвокат и обинитель во имя государства; называется также cognitor civitatis. Cic. ad. fam. 13, 56. Plin.… … Реальный словарь классических древностей
ἐκδικώτατοι — ἔκδικος lawless masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκοις — Ἔκδικος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδίκοις — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκου — Ἔκδικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)