Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔκδικος

См. также в других словарях:

  • Ἔκδικος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκδικος — lawless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… …   Dictionary of Greek

  • Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές …   Dictionary of Greek

  • ἐκδίκως — ἔκδικος lawless adverbial ἔκδικος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκδικον — ἔκδικος lawless masc/fem acc sg ἔκδικος lawless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭКДИК —    • Έκδικος,          государственный адвокат, который должен был блюсти интересы государства и выступал преимущественно в делах фиска как адвокат и обинитель во имя государства; называется также cognitor civitatis. Cic. ad. fam. 13, 56. Plin.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐκδικώτατοι — ἔκδικος lawless masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκδίκοις — Ἔκδικος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδίκοις — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκδίκου — Ἔκδικος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»