Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σάτυρος

См. также в других словарях:

  • Σάτυρος — lewd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάτυρος — lewd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • σάτυρος — ο 1. άνθρωπος φιλήδονος και ακόλαστος. Αυτός ο γέρος είναι σάτυρος. 2. άσχημος, δυσειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάτυρος — ο κατώτερος δαίμονας στην αρχαία ελληνική μυθολογία, με πόδια τράγου και κέρατα, ακόλουθος του Διόνυσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»