-
1 σωτήρας
-
2 σωτῆρας
-
3 Σωτήρας
Σωτήρᾱς, Σωτήρηςmasc acc plΣωτήρᾱς, Σωτήρηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
4 ἀγαθός
1 of persons, noble, gooda adj., distinguishedπατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
esp. in physical prowess,ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι P. 8.100
οὐθαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26
b m. subs., the noble, esp. of those distinguished by social position and athletic prowess.ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83
οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63
τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26
τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
2 of things, honourable, of honourὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί O. 7.10
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.83
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) N. 11.17ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” O. 6.100 “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” O. 6.174 n. subs., good, good fortuneἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ O. 2.33
esp. in pl.,πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.13
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30
5 dub. ex. [ ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.] -
5 ἀλαθής
ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας)1 trueὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.92
γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.89
ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98
Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον P. 11.6
τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9. -
6 ὥρα
ὥρα (ὥρα, -ας, -ᾳ, -α, -αι, -ᾶν, ὥραισι, -ας.)a time, hour ὥρα γὰρ συνάπτει (i. e. the limited time) P. 4.247τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι N. 4.34
ὅν τε κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι (οἳ τὰς ὥρας καὶ τὸν καιρὸν τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἀγῶνος ἐκήρυσσον, καθ' ἃς ἐτελεῖτο Σ.) I. 2.23b appointed timeπρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28
“ πρὶν ὥρας” P. 4.43c youthful bloom, youthfulnessἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.104
ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8, cf. N. 8.1d pro pers., s., Youthfulnessὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων N. 8.1
esp., pl., the Seasons, daughters of Zeus and Themis,Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναί μ' ἔπεμψαν O. 4.1
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.17
“ εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ” (as the foster mothers of Aristaios) P. 9.60 ἁ δὲ (sc. Θέμις) τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd. Clem. Alex.) fr. 30. 6. ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τεΘεμίγονοι Pae. 1.6
φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 14. -
7 προσδοκάω
προσδοκ-άω, [dialect] Ion. [suff] προσδοκ-έω (which is sts. found as f.l., e.g. in Plb.23.7.3): [tense] fut. - ήσω: [tense] aor. - εδόκησα: [tense] pf.Aπροσδεδόκηκα Memn.45.3
:— expect, whether in hope or fear; mostly c. inf. [tense] fut., expect that one will do or that a thing will be, A.Pr. 930, 988, Hdt.1.42, 7.156, 235, Pl.Lg. 699b, etc.: c. inf. [tense] aor. and ἄν, that one would do or that a thing would be, Ar.Ra. 556, Pl.Cra. 438e, X.Lac.1.3, etc.: without ἄν, Μενέλεων.. προσδόκα μολεῖν ( = τὸ μολεῖν αὐτόν) expect his arrival, A.Ag. 675.2 c. inf. [tense] pres., think, suppose that one is doing or that a thing is, E.Alc. 1091, Pl.Lg. 803e, X.An.6.1.16: c. inf. [tense] pf., think that a thing has been.., Pl.Plt. 275a.3 c. acc. rei, expect, look for a thing, A.Pr. 1026, S.Ph. 784, Ar.V.56, Antipho 5.19, X.Eq.8.14, etc.; π. τινά expect, wait for a person, E.Alc. 363, X.HG3.1.20, etc.;σωτῆρας σφῶν π. Pl.Tht. 170b
.4 abs., ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν from expectation, Ar.Th. 846; μηδεὶς.. προσδοκησάτω ἄλλως (sc. τοῦτ' ἔσεσθαι) Pl.Ap. 17c;πρᾶγμ' ἔστ' ἐπίπονον τὸ προσδοκᾶν Men.Kith.Fr.7
.5 [voice] Pass., τὸ προσδοκώμενον, opp. τὰ ἄελπτα, E.Fr. 550;τὸ π. ὑπὸ τῶν πολλῶν Pl.Lg. 966e
, etc.;ἐλπίδα τῶν δωρειῶν προσδοκᾶσθαι D.Ep.2.5
;θᾶσσον ἢ προσεδοκήθη Plu.2.204d
.6 [voice] Pass., also, ὁ Νικίου οἶκος προσεδοκᾶτο εἶναι.. ἑκατὸν ταλάντων was supposed to be worth.., Lys.19.47; προσεδοκᾶτο ἔχειν ib.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδοκάω
-
8 ἤπιος
1 of persons, gentle, kind,πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί Il.24.770
, cf. Od.2.47, 234; of a monarch, ἀγανὸς καὶ ἤ. ib. 230, 5.8. cf. 14.139;ἡνίοχος Il.23.281
: c. dat. pers., , cf. Od.10.337, etc.;ἤ. ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι Hes.Th. 407
;ἠπιώτερος τοῦ πατρός Hdt. 5.92
.ζ; of the gods,σωτῆρας.. ἠπίους θ' ἡμῖν μολεῖν S.Ph. 738
;θεὸς ἀνθρώποισιν -ώτατος E.Ba. 861
; cf. Ar.V. 879 (lyr.);ἐχίδνης οὐδὲν -ωτέρα E.Alc. 310
; οὐδέ πω ἤπιος appeased, Id.Med. 133: later in Prose, 1 Ep.Thess.2.7, 2 Ep.Ti.2.24.2 of feelings, words, etc., εἴ μοι κρείων Ἀγαμέμνων ἤπια εἰδείη had kindly feeling towards me, Il.16.73;ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε Od.13.405
, cf. 15.557;ἤ. δήνεα οἶδε Il.4.361
; μῦθος ἤ. Od.20.327; ὀργαί, φρένες, E.Tr.53, Fr.362.6;πρὸς τὸ -ώτερον καταστῆσαί τινα Th.2.59
.3 of heat and cold, mild, less intense,τὸ πνῖγος -ώτερον γέγονεν Pl.Phdr. 279b
, cf. Ti. 85a ([comp] Comp.); ἠπιώτεραι αἱ θέρμαι, of a fever, Hp.Epid.7.1; τὰ τοῦ πυρετοῦ ἤπια ib.5.73;αἰθέριον πῦρ ἤ. ὄν Parm.8.57
; of river-currents,- ώτερα ῥεύματα Meno Iatr.16.26
.II [voice] Act., soothing, assuaging,φάρμακα Il.4.218
, 11.515; opp. ἰσχυρά, Hdt.3.130, cf.7.142 ([comp] Comp.); ; (lyr.); ποτήματα soft drinks, opp. φαρμακώδη καὶ δριμέα, Sor.2.44: [comp] Sup., Phld.Ir.p.44 W.2 ἤπιον ἦμαρ c. inf., a day favourable for beginning a thing, Hes.Op. 787.III Adv.- ίως Hdt.7.105
, 143, S.El. 1439 (lyr.);ἠ. ἀμείψασθαι Hdt.8.60
; χρήσετ' αὐτή σοι τότ' ἠ. Men.Epit. 495: [comp] Comp.-ωτέρως, ἔχειν πρός τινα D.56.44
;- ώτερον καὶ κηδεμονικώτερον Phld.Piet.65
: [comp] Sup.- ωτάτως Hsch.
См. также в других словарях:
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σωτήρας — ο 1. αυτός που σώζει κάποιον από κάποιο κακό, λυτρωτής. 2. ως κύρ. όν. στους χριστιανούς, Σωτήρας, ο ο Ιησούς Χριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωτῆρας — σωτήρ saviour masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτήρας — Σωτήρᾱς , Σωτήρης masc acc pl Σωτήρᾱς , Σωτήρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιος Σωτήρας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 496 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδας του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζεφυρίου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής … Dictionary of Greek
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia