-
1 Σωτήρας
Σωτήρας οСпаситель – Господь Иисус Христос, своей крестной смертью освободивший и спасший человечество от смерти и греха:η Μεταμόρφωση τού Σωτήρος — Преображение Господне – двунадесятый праздник, отмечаемый Православной Церковью 6/19 Августа
-
2 σωτήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο, σώτειρα η спаситель, -ница; избавитель, -ница, освободитель, -ница -
3 σωτήρας
[сотирас] ουσ α спаситель, избавитель, освободитель. -
4 σωτηρ
I- ῆρος adj.1) спасательный(ναὸς πρότονος Aesch.)
2) спасающий, охраняющий(γονή Aesch.)
τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες Eur. — чтимые как избавители (от морских опасностей), т.е. ДиоскурыIIσ. τινος HH., Her., Aesch. — хранитель (покровитель) кого(чего)-л. или Soph., Eur. спаситель (избавитель) от чего-л.;
Ζεὺς σ. Pind. — Зевс-хранитель;τρίτον σωτῆρι σπένδειν Pind. ( согласно — традиции) третью чашу поднимать в честь хранителя (Зевса);τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι погов. Plat. — третий раз во спасение (ср. «бог троицу любит»)
См. также в других словарях:
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σωτήρας — ο 1. αυτός που σώζει κάποιον από κάποιο κακό, λυτρωτής. 2. ως κύρ. όν. στους χριστιανούς, Σωτήρας, ο ο Ιησούς Χριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωτῆρας — σωτήρ saviour masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτήρας — Σωτήρᾱς , Σωτήρης masc acc pl Σωτήρᾱς , Σωτήρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιος Σωτήρας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 496 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδας του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζεφυρίου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής … Dictionary of Greek
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia