-
1 σωστός
[состос] εκ. правильный, верный, точный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σωστός
-
2 правильный
1. (основанный на правилах) σωστός, ορθός 2. (соответствующий правилам, установленному порядку, требованиям) κανονικός, σωστός 3 (верный, истинный, соответствующий действительности, точный, безошибочный) πραγματικός, αληθινός, γνήσιος 4 (соответствующий действительным потребностям, приводящий к нужным результатам) πραγματικός, σωστός 5. (равномерный, ритмичный) ρυθμικός, κανονικός 6. (удовлетворяющий правилам пропорции и симметрии) συμμετρικός 7. мат. κανονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильный
-
3 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
4 настоящий
настоящий 1) (подлинный) πραγματικός, σωστός· \настоящийая дружба η πραγματική φιλία 2) (нынешний) τωρινός, σημερινός в \настоящийее время τώρα ◇ \настоящийее время грам. о ενεστώτας* * *1) ( подлинный) πραγματικός, σωστόςнастоя́щая дру́жба — η πραγματική φιλία
2) ( нынешний) τωρινός, σημερινόςв настоя́щее вре́мя — τώρα
••настоя́щее вре́мя — грам. ο ενεστώτας
-
5 неверный
неверный εσφαλμένος, λαθεμένος, όχι σωστός· ανακριβής (неточный)* * *εσφαλμένος, λαθεμένος, όχι σωστός; ανακριβής ( неточный) -
6 правильный
правильный 1) σωστός, ορθός 2) (регулярный ) κανονικός* * *1) σωστός, ορθός2) ( регулярный) κανονικός -
7 правый
I правый Ι 1) δεξιός- с \правыйой стороны από το δεξιό μέρος. από τα δεξιά· \правыйая рука το δεξιό χέρι 2) полит.: \правыйые партии η δεξιά II правый II 1) (справедливый) δίκαιος, σωστός 2): быть \правыйым έχω δίκαιο· вы совершенно \правыйы έχετε απόλυτο δίκαιο правящий ιθύνων \правыйие круги οι ιθύνοντες κύκλοι; \правыйая партия το άρχο ν κόμμα* * *I1) δεξιόςс пра́вой стороны́— από το δεξιό μέρος, από τα δεξιά
пра́вая рука́ — το δεξιό χέρι
2) полит.IIпра́вые па́ртии — η δεξιά
1) ( справедливый) δίκαιος, σωστός2)быть пра́вым — έχω δίκαιο
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτο δίκαιο
-
8 справедливый
-
9 точный
точный ακριβής; σωστός, πιστός (правильный )9 ταχτικός (пунктуальный)' \точный перевод η ακριβής μετάφραση; быть \точныйым είμαι ταχτικός* * *ακριβής; σωστός, πιστός ( правильный); ταχτικός ( пунктуальный)то́чный перево́д — η ακριβής μετάφραση
быть то́чным — είμαι ταχτικός
-
10 справедливость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > справедливость
-
11 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
12 грамотностьый
грамотность||ыйприл1. (о человеке) γραμματισμένος, ἐγγράμματος·2. (написанный без ошибок) ὁρθογραφημένος, καλογραμμένος/ σωστός (правильный):\грамотностьыйое письмо́ τό καλογραμμένο γράμμα. -
13 законный
зако́нн||ыйприл1. νόμιμος:имеющий \законныйую силу Εγκυρος·2. перен (справедливый, понятный) δίκαιος, δικαιολογημένος, σωστός:\законныйое недоумение ἡ δικαιολογημένη ἀπορία· \законныйое желание ἡ δίκαιη ἐπιθυμ"ία. -
14 неправильный
непра́вильн||ыйприл - ἀνώμαλος, ἀντικανονικός, ἀκανόνιστος:\неправильныйые черты лица τά ἀκανόνιστα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·2. (неверный) ὄχι σωστός, λαθεμένος, στραβός / ἐσφαλ· μένος (ошибочный):\неправильныйое суждение ἡ λαθεμένη (или ἐσφαλμένη) κρίση· сделать \неправильныйый ход (в игре) κάνω λαθεμένη κίνηση· ◊ \неправильныйый глагол гран. τό ἀνὠμα-λο[ν] ρήμα· \неправильныйая дробь мат τό νόθον κλάσμα. -
15 правильный
правильн||ыйприл1. (верный) σωστός, ὁρθός, ἀκριβής:\правильныйое решение ἡ σωστή ἀπόφαση2. (закономерный, регулярный) κανονικός, τακτικός, ἀρμονικός:через \правильныйые промежу́тки времени κατά κανονικά χρονικά διαστήματα· \правильныйый глаго́л грам. τό ὀμαλόν ρήμα·3. мат ὁμαλός· ◊ \правильныйые черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά. -
16 правомерный
правомерныйприл νόμιμος, ἔννομος, σωστός. -
17 правый
прав||ый Iприл1. δεξιός, δεξίς:\правыйая рука́ τό δεξί χέρι·2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:\правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.пра́в||ый IIприл (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο. -
18 резонный
резонныйприл λογικός, σωστός, φρόνιμος:\резонный ответ ἡ λογική ἀπάντηση. -
19 справедливый
справедли́в||ыйприл δίκαιος, σωστός. -
20 точный
точн||ыйприл ἀκριβής/ τακτικός (аккуратный)/ πιστός, σωστός (правильный):\точныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \точныйая информация οἱ σωστές πληροφορίες· δτοτ перевод не \точныйый αὐτή ἡ μετάφραση δέν εἶναι πιστή· он очень \точныйый человек εἶναι πολύ τακτικός ἄνθρωπος· \точныйый прибор τό μηχάνημα ἀκριβείας· \точныйые науки οἱ μαθηματικές ἐπιστήμες· \точныйая копия а) τό ἀκριβές ἀντίγραφο, б) перен ἰδιος κι ἀπαράλλαχτος· быть \точныйым εἶμαι ἀκριβής.
См. также в других словарях:
σωστός — safe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ακέραιος, πλήρης, άρτιος. Γέννησε ένα σωστό αγοράκι. 2. μτφ., ακριβής, ορθός, εντάξει: Οι απόψεις του είναι σωστές. 3. πραγματικός, βέρος: Μεγάλωσες πια, έγινες σωστός άντρας. 4. που αρμόζει, πρεπούμενος, ταιριαστός: Προσφώνησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωστός — ή, ό, ΝΑ νεοελλ. 1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.) 2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει») 3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε … Dictionary of Greek
σωστόν — σωστός safe masc acc sg σωστός safe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… … Dictionary of Greek
έισος — ἔϊσος, η, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος 2. (για πλοίο) ισορροπημένος, σύμμετρος, καλοζυγισμένος 3. (για ασπίδα) στρογγυλή 4. (για νου) φρόνιμος, δίκαιος, σωστός … Dictionary of Greek
αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… … Dictionary of Greek
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek