Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τώρα

  • 1 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 2 сейчас

    επιρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή• τώρα (αμέσως)•

    сейчас приду τώρα θα ρθώ•

    вы говорили, что... εσείς τώρα λέγατε ότι...

    αμέσως πάραυτα, παρευθύς•

    я сейчас возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως•

    сейчас после того, как он приехал αμέσως μετά την άφιξη του.

    || απ εδώ, τώρα•

    сейчас начинаются поля απ εδώ αρχίζουν τα χωράφια.

    || τώρα μόλις, πριν λίγο, προ λίγου•

    его сейчас арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν.

    Большой русско-греческий словарь > сейчас

  • 3 сеичас

    сеи́час
    нареч
    1. (теперь) τώρα/ αὐτήν τήν στιγμή (в настоящее время)·
    2. (только что) πρό ὁλίγου:
    только \сеичас μόλις τώρα·
    3. (очень скоро) τώρα ἀμέσως, ἀμέσως:
    он \сеичас придет τώρα ἀμέσως θά ἔρθει· я \сеичас вернусь θά ἐπιστρέψω ἀμέσως, τώρα ἐρχομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сеичас

  • 4 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 5 только

    только μόνο, μονάχα; μόλις (едва)· \только что μόλις τώρα; лишь \только..., как \только... μόλις... ◇ если \только возможно αν είναι δυνατό; \только не сейчас όχι όμως τώρα
    * * *
    μόνο, μονάχα; μόλις ( едва)

    то́лько что — μόλις τώρα

    лишь то́лько..., как то́лько... — μόλις...

    ••

    е́сли то́лько возмо́жно — αν είναι δυνατό

    то́лько не сейча́с — όχι όμως τώρα

    Русско-греческий словарь > только

  • 6 пора

    βλ. поры.
    -ы, αιτ. пору θ.
    1. καιρός•

    с той -ы από εκείνο τον καιρό•

    минувшая пора το σύντομο παρελθόν•

    пора лгобви ηλικία της αγάπης•

    в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•

    пришла пора ήρθε ο καιρός•

    ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•

    в дневную -у (κατά) την ημέρα.

    || εποχή•

    осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•

    пора сева εποχή της σποράς•

    пора жатвы εποχή του θέρου.

    2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•

    пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.

    εκφρ.
    в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•
    в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•
    в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•
    в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•
    до каких ή до которых пор – ως πότε•
    до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•
    до тех пор – οσότου, ώσπου•
    на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•
    на ту -у – εκείνο τον καιρό•
    о сю -уπαλ. ως τώρα•
    об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•
    с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•
    с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•
    пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•
    с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε.

    Большой русско-греческий словарь > пора

  • 7 теперь

    επίρ.
    τώρα, αυτή τη στιγμή-
    это надо сделать теперь же αυτό πρέπει να γίνει τώρα δα•

    теперь уже поздно τώρα πια είναι αργά.

    || μετά, παρακάτω, σε συνέχεια•
    - перейдм ко второй το πρώτο πρόβλημα το λύσαμε, τώρα θα περάσομε στο δεύτερο.

    Большой русско-греческий словарь > теперь

  • 8 только

    1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•

    у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•

    он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.

    2. σύνδ. όμως, αλλά•

    я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.

    || μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•

    только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.

    3. μόριο• λίγο, λιγάκι•

    подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•

    попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•

    каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•

    где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•

    от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;

    εκφρ.
    только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•
    только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•
    только что – τώραμόλις, τώρα δα•
    только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που.

    Большой русско-греческий словарь > только

  • 9 пора

    пор||а I ж
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:
    летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·
    2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:
    \пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.
    пора II ж ὁ πόρος.

    Русско-новогреческий словарь > пора

  • 10 только

    только
    1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:
    \только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·
    2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:
    \только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·
    3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:
    я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·
    4. союз:
    не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·
    5. союз:
    \только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·
    6. союз (едва) μόλις:
    \только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·
    7. нареч (едва, лишь только) μόλις:
    совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·
    8. частица усил.:
    каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε.

    Русско-новогреческий словарь > только

  • 11 всё

    επίρ.
    1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•

    он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.

    2. μέχρι τώρα, και τώρα•

    он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.

    3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•

    это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.

    4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•

    погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•

    всё более и более όλο και πιο πολύ.

    5. όμως, εν τούτοις, αλλά•

    как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).

    εκφρ.
    всё жκ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως.

    Большой русско-греческий словарь > всё

  • 12 данный

    данный δεδομένος в \данныйое время τώρα, αυτή την ώρα в \данныйом случае σ'αυτή την πε ρίπτωση
    * * *

    в да́нное вре́мя — τώρα, αυτή την ώρα

    в да́нном слу́чае — σ'αυτή την περίπτωση

    Русско-греческий словарь > данный

  • 13 до

    I до свидания! γεια χαρά!, χαίρετε! αντίο! καλή αντά μωση (до встречи) II до 1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε до десяти часов утра μέχρι τις δέκα το πρωί от пяти до десяти часов вечера από τις πέντε με δέκα το βράδυ до сих пор ως τώρα (о времени), ως εδώ (о расстоянии)' до тридцати человек μέχρι τριάν τα άτομα дети до 16 лет τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών 2) (прежде, перед) πριν, προ до нашего прихода πριν να ρθούμε; до нашей эры προ Χριστού
    * * *
    1) ως, έως, μέχρι, ίσαμε

    до десяти́ часо́в утра́ — μέχρι τις δέκα το πρωί

    от пяти́ до десяти́ часо́в ве́чера — από τις πέντε με δέκα το βράδυ

    до сих по́р — ως τώρα ( о времени), ως εδώ ( о расстоянии)

    до тридцати́ челове́к — μέχρι τριάντα άτομα

    де́ти до 16 лет — τα παιδιά κάτω των δεκαέξι ετών

    2) (прежде, перед) πριν, προ

    до на́шего прихо́да — πριν να ρθούμε

    до на́шей э́ры — προ Χριστού

    Русско-греческий словарь > до

  • 14 настоящий

    настоящий 1) (подлинный) πραγματικός, σωστός· \настоящийая дружба η πραγματική φιλία 2) (нынешний) τωρινός, σημερινός в \настоящийее время τώρα ◇ \настоящийее время грам. о ενεστώτας
    * * *
    1) ( подлинный) πραγματικός, σωστός

    настоя́щая дру́жба — η πραγματική φιλία

    2) ( нынешний) τωρινός, σημερινός

    в настоя́щее вре́мя — τώρα

    ••

    настоя́щее вре́мя — грам. ο ενεστώτας

    Русско-греческий словарь > настоящий

  • 15 недавно

    недавно πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταία' совсем \недавно τώρα μόλις
    * * *
    πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταία

    совсе́м неда́вно — τώρα μόλις

    Русско-греческий словарь > недавно

  • 16 пора

    пора 1. ж о καιρός 2. предик. είναι καιρός· \пора идти είναι καιρός να φύγω ◇ с каких пор? από πότε; с тех пор από τότε; до сих пор μέχρι εδώ (о месте)· ως τώρα (о времени)
    * * *
    1. ж
    ο καιρός
    2. предик.

    пора́ идти́ — είναι καιρός να φύγω

    ••

    с каки́х по́р? — από πότε

    с тех по́р — από τότε

    до сих по́р — μέχρι εδώ ( о месте); ως τώρα ( о времени)

    Русско-греческий словарь > пора

  • 17 сейчас

    сейчас 1) (теперь) τώρα 2) (немедленно) αμέσως 3) (только что) μόλις
    * * *
    1) ( теперь) τώρα
    2) ( немедленно) αμέσως
    3) ( только что) μόλις

    Русско-греческий словарь > сейчас

  • 18 теперь

    Русско-греческий словарь > теперь

  • 19 услыхать

    услыхать, услышать см. слышать· я только что об этом услышал μόλις τώρα το έμαθα (или τ' άκουσα)
    * * *
    см. слышать = услышать

    я то́лько что об э́том услы́шал — μόλις τώρα το έμαθα ( или τ'άκουσα)'

    Русско-греческий словарь > услыхать

  • 20 хоть

    хоть αν και. παρ'όλο' \хоть раз έστω και μια φορά· \хоть сейчас και τώρα αν θέλεις
    * * *
    αν και, παρ'όλο

    хоть сейча́с — και τώρα αν θέλεις

    Русско-греческий словарь > хоть

См. также в других словарях:

  • τώρα — ΝΑ επίρρ. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή («τώρα Μάγια, τώρα δροσιά, τώρ άνοιξη κι αηδόνια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. πριν ή μετά από λίγο («τώρα θα φύγω») 2. φρ. α) «από [τα] τώρα» από τόσο νωρίς β) «έως τώρα» μέχρι αυτήν την ώρα, μέχρι αυτήν τη… …   Dictionary of Greek

  • τώρα — επίρρ. χρον. 1. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή: Τώρα χτυπάει το κουδούνι. 2. ευθύς, αμέσως, χωρίς αναβολή: Τώρα θα σε κανονίσω. 3. μόλις πριν λίγο ή ύστερα από λίγο: Τώρα δε σε μάλωσα; – Τώρα θα φύγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τὤρᾳ — ἔραι , ἔρα earth fem nom/voc pl ἔρᾱͅ , ἔρα earth fem dat sg (attic doric aeolic) ὤρᾱͅ , ὤρα care fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»